14 Ιανουαρίου 2021

Ο Ντίνος Γκουγκουρέλας με τη ματιά του υιού του, Χρήστου

Είναι στιγμές που ακόμα και για ανθρώπους που έχουν μάθει να γράφουν, όπως έτσι νομίζω, δικαίως ή αδίκως, εγώ για τον εαυτό μου, είναι εξαιρετικά δύσκολο ακόμα και να συγκεντρωθούν στις πηγαία αναβλύζουσες σκέψεις τους και στα έντονα συναισθήματά τους. Ίσως, όμως, είναι φυσιολογικό όταν ‘‘χάνεις’’ τον πατέρα σου, το μυαλό να θολώνει, οι αναμνήσεις να σε πλημμυρίζουν, τα λόγια να στερεύουν. Μα σε κάποιο ‘‘διάλειμμα’’ της πάλης του μυαλού με την εκ του μοιραίου φόρτιση, αντιλαμβάνεσαι βαθιά μέσα σου τη λειτουργία του αδήριτου νόμου της ζωής και το εκ προοιμίου γνωστό αποτέλεσμα του φθοροποιού ‘‘παιχνιδιού’’ του Ανθρώπου μετον Χρόνο.

Και συνειδητοποιείς ότι αν έχει νόημα να γραφτεί ένας ‘‘αποχαιρετισμός’’ για
κάποιον που ‘‘φεύγει’’ από τη ζωή, τότε αυτό επικεντρώνεται στο να τονιστεί, να
διακοινωθεί και να διατρανωθεί το μήνυμα που ο εκλιπών ‘‘πέρασε’’ στους δικούς του,
στους συναδέλφους του και στους συνανθρώπους του, όσο ζούσε. Τούτο, άλλωστε,
είναι και το πρόταγμα και το απότοκο, παράλληλα, του Ορθού Λόγου, που εξάγεται
από τη συλλογιστική των αρχαίων μας προγόνων, οι οποίοι πίστευαν ότι ιδιαίτερη
σημασία για τα Ανθρώπινα και το τέλος αυτών, τον Θάνατο, δεν έχει το πόσο έζησε
κάποιος αλλά το τι έκανε στη ζωή του και αν διήγαγε τον βίο του ως ‘‘καλός και
αγαθός’’ πολίτης.

Ως τέτοιον, έχω τη γνώμη ότι θα καταγράψει ο Πιεριεύς Ιστορικός τον πατέρα
μου. Γιος του Λεπτοκαρύτη, Χρήστου Γκουγκουρέλα, και της Μικρασιάτισσας, Άννας
Αράπογλου, έχασε από πολύ μικρός τον πατέρα του και στην ουσία μεγάλωσε
ορφανός υπό τη σκέπη και την αμέριστη φροντίδα της μητέρας του και δίπλα στα
αδέρφια του, τον Γιάννη, την Αθανασία και τον Βαγγέλη, με τα οποία τελούσε σε
γνήσια αδερφική ομόνοια.

Αυτός ίσως ήταν και ο λόγος που από πολύ μικρός έμαθε στη ζωή του τον
πρώτο και μεγαλύτερο κανόνα της Αρετής: την ανάγκη, την υποχρέωση αλλά και την
ευεργετικότητα του να παλεύει κανείς στη ζωή του. Και είναι αλήθεια ότι η δική του
ζωή ήταν μια συνεχής και αδιάλειπτη πάλη.

Όπως πάντα μου έλεγε, σπούδασε όντας ‘‘χαμάλης’’, δηλαδή βγάζοντας το
απαραίτητο μεροκάματο κάνοντας τον αχθοφόρο στα φορτηγά και διαβάζοντας από
τα βιβλία που του δάνειζαν οι τότε συμφοιτητές του, επειδή δεν είχε την οικονομική
δυνατότητα να τα αγοράσει. Όμως η ασύλληπτη εσωτερική του δύναμη και η
χειμαρρώδης ορμή του για ζωή, για δράση και καταξίωση τον ‘‘όπλιζαν’’ απέναντι στις
ουκ ολίγες δυσκολίες που βρήκε μπροστά του.

Πρώτη και παντοτινή ‘‘Αγάπη’’ του η Δικηγορία, στην οποία αφιέρωσε το
μεγαλύτερο, μεστότερο και πιο παραγωγικό κομμάτι της ζωής του. Μέσα από αυτήν
πάλεψε για το δίκαιο με ήθος, εντιμότητα και αξιοπρέπεια που σπανίζουν και
καταξιώθηκε επαγγελματικά. Αυτό όμως που έχει απόλυτη σημασία είναι ότι πάντα
μου έλεγε ότι η Δικηγορία δεν είναι επάγγελμα αλλά λειτούργημα, είναι πρώτα απ’
όλα κοινωνική προσφορά και μετά βιοπορισμός. Υπήρξε διακεκριμένος επιστήμονας,
κοινωνικός αρωγός και φυσικά δεινός αγορητής στα ακροατήρια, καθότι πάνω απ’
όλα είχε μάθει να είναι ένας σκληροτράχηλος αγωνιστής της ΖΩΗΣ (τούτη είναι μια
φράση που του άρεσε ιδιαίτερα).

Αλλά δεν έμεινε, ούτε και σταμάτησε μόνο εκεί. Ανέπτυξε πλούσια κοινωνική
και πολιτιστική δραστηριότητα και ανέλαβε πολυφασματικές πρωτοβουλίες, οι οποίες
είναι γνωστές στην τοπική κοινωνία και όχι μόνο. Πέραν από τη Δικηγορία,
υπηρέτησε συνειδητά και με οίστρο τον Πολιτισμό, τον Αθλητισμό, τον Συνδικαλισμό
και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Στη ζωή του διετέλεσε Πρόεδρος ή Επικεφαλής τόσων
Συλλόγων, τόσων Ενώσεων, τόσων κοινωνικών ομάδων και συλλογικοτήτων που
πραγματικά θέλει πολλές σελίδες κάποιος απλά και μόνο για να τους/τις κατονομάσει.

Αν, όμως, η Δικηγορία ήταν η έντονη ‘‘Αγάπη’’ του, τότε η Πολιτική ήταν
σίγουρα το ‘‘Πάθος’’ του. Θήτευσε στους δύο βαθμούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης
αλλά την ‘‘προσωπική του σφραγίδα’’, αναντίρρητα, την έθεσε εμβληματικότερα και
αποτελεσματικότερα στη Βουλή των Ελλήνων, ως Βουλευτής Πιερίας της Νέας
Δημοκρατίας, κατά την περίοδο 1981-1989. Τον θυμάμαι (και αναρριγώ τούτην την
ώρα) με εσώψυχη περηφάνεια να μου λέει πολλές φορές ότι κατά τη διάρκεια της
θητείας του είχε καταταγεί, και τούτο τεκμηριωμένα, στους 10 πρώτους Βουλευτές
του Κοινοβουλίου, όσον αφορά την κοινοβουλευτική δράση. Και τούτο, από κάποια
στιγμή και μετά, γνωρίζοντας και κατανοώντας ποιος πραγματικά ήταν ο πατέρας
μου, το καταλάβαινα και το αιτιολογούσα. 

Συνέβαινε γιατί ο Ντίνος Γκουγκουρέλας ήταν ο άνθρωπος που ‘‘βγήκε’’ από τα ‘‘σπλάχνα’’ του λαού (όπως έλεγε) και που γνωρίζοντάς το αυτό αγωνιζόταν για τον λαό. Πάντα και μόνο για αυτόν. Σήμερα,
πιστεύω, ότι τούτο αναγνωρίζεται ως μια μεγάλη αλήθεια αλλά ταυτόχρονα συνιστά
και μια ακόμα μεγαλύτερη παρακαταθήκη όχι μόνο για εμάς, τους οικείους του, αλλά
για σύμπασα την τοπική, τουλάχιστον, κοινωνία. Ο Ντίνος Γκουγκουρέλας τω όντι
ήταν ένας άνθρωπος που πονούσε την Πιερία, που έδωσε ατελείωτες και αυθεντικές
μάχες γι’ αυτήν αλλά που παράλληλα αγαπούσε και την Πατρίδα και εμπνεόταν από
το αβαθές και μοναδικό ιστορικό, πολιτικό και πολιτιστικό της φορτίο.

Το μέγα και ουσιώδες, λοιπόν, μήνυμα που ο πατέρας μου ‘‘πέρασε’’ σε μένα,
στους οικείους και φίλους του και στην ευρύτερη κοινωνία είναι ότι στην ενασχόληση
με τα κοινά και στη δράση στην δημόσια σφαίρα προέχει το γενικό καλό και
προτάσσεται η ευημερία των πολλών, όχι το συμφέρον του ενός, μήτε η όποια
ατομική ιδιοτέλεια. Ειλικρινά, δεν έχω πάρει πολυτιμότερο μάθημα ποτέ στη ζωή μου.
Και δεν γνωρίζω αν τούτο συνεχίζεται να ‘‘διδάσκεται’’ σήμερα.

Για όλα αυτά, όμως, θαρρώ ότι η ίδια η ΖΩΗ τον αντάμειψε όπως του έπρεπε.
Του χάρισε ένα απερίγραπτης αξίας δώρο, μια σύζυγο αφοσιωμένη, αξιοπρεπή και
άκρως υποστηρικτική και μια μητέρα πρότυπο για την οικογένεια της, την Κυριακή
Γκουγκουρέλα και του προσέφερε τη δυνατότητα αφενός να δει τα παιδιά του, τον
Χρήστο και τον Γιάννη, να μεγαλώνουν, να ακολουθούν τα δικά του ‘‘χνάρια’’, να
εντάσσονται πολυεπίπεδα στην κοινωνία, να δημιουργούν τις δικές τους οικογένειες
(ο Χρήστος με την Κωνσταντίνα, ο Γιάννης με τη Σοφία) και να παλεύουν στο στίβο
της ζωής και αφετέρου να γνωρίσει αυτό που θεωρείται και είναι η ‘‘συνέχεια της
ζωής’’, δηλαδή τα εγγόνια του, την Αναστασία και τον Κωνσταντίνο και την Κυριακή
και τον Κωνσταντίνο.

Γυρίζοντας, τούτη τη στιγμή, πίσω στη δική μου παιδική ηλικία και
ενθυμούμενος τα πατρικά του λόγια και τις διαρκείς παραινέσεις του, αναρωτιέμαι,
στ’ αλήθεια, πόσα παιδιά έχουν ακούσει από τον πατέρα τους, στη δική τους παιδική
ηλικία, τις συμβουλές ‘‘Να αγαπάτε τους Ανθρώπους!’’ και ‘‘Για τη Δικαιοσύνη κάνω
πέρα ακόμα και την ίδια μου τη μάνα’’.

 Δεν ξέρω αν αυτό ήταν για μένα και τον Γιάννη, τον αδερφό μου, τύχη ή βαρύ φορτίο αλλά τώρα που το σκέφτομαι, έντονα και διαπεραστικά, θαρρώ πως ήταν και τα δύο μαζί, και τύχη αλλά και βαρύ φορτίο
ταυτόχρονα. Τύχη διότι ο άνθρωπος αυτός μας δίδαξε από πολύ μικρούς να είμαστε
αξιοπρεπείς, φιλαλήθεις και δίκαιοι, όπως εκείνος ήταν, αλλά και βαρύ φορτίο διότι
από πολύ μικροί εννοήσαμε, χάριν σε εκείνον, ότι αν θέλεις να λέγεσαι Άνθρωπος
πρέπει να κουβαλάς συνεχώς μέσα σου και να υπηρετείς τη μέγιστη ευθύνη να είσαι
Άνθρωπος που λειτουργεί με γνώμονα τη συνείδηση του και μόνο!

Οι σκέψεις, όμως, και τα συναισθήματα με έχουν κυριολεκτικά βουρκώσει. Όσα
και να σκεφθώ, όσα και να θυμηθώ, όσα κι αν γράψω, μου φαίνονται πολύ ‘‘λίγα’’ και
πολύ ‘‘φτωχά’’. Και γι’ αυτό νομίζω είναι τούτη η ώρα να πω μόνο δύο ακόμα ‘‘λόγια’’.
Στην ουσία, μια ευχαριστία και μια ευχή.

Πατέρα, καταρχάς, για τις αρχές, τα ιδανικά και τις αξίες που μου δίδαξες, για
την ανάδειξη πρώτα και πάνω απ’ όλα σε εμάς, τα παιδιά σου, της σημασίας που έχει
το ορθό και το δίκαιο στην ανθρώπινη ζωή και στην ανθρώπινη κοινωνία, για τις
στοργικές αγκαλιές, τις πάμπολλες γλυκές και τρυφερές στιγμές, για τις πατρικές
συμβουλές, για το ότι ήσουν πάντα δίπλα μου και δίπλα μας έτοιμος να μας
προστατεύσεις και να μας καθοδηγήσεις, για τις ανεκτίμητες υποδείξεις περί του πώς
πρέπει να λειτουργεί κάποιος στον επαγγελματικό του βίο, για το πρότυπο που μου
μετέφερες αναφορικά με το πώς είναι δέον και σωστό να ενεργεί ο ‘‘καλός και
αγαθός’’ πολίτης στο δημόσιο χώρο και στην ενασχόληση του με τα κοινά, στην
ουσία για αυτό που είμαι σήμερα, για αυτό που αντιλαμβάνομαι για τον εαυτό μου
από μικρό παιδί, το ελάχιστο που δύναμαι να κάνω είναι μέσα από την ψυχή μου να
σου πω ΕΝΑ ΕΛΙΚΡΙΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟ, ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ‘‘ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ’’!!!

Και εν τέλει, μια ευχή. Αντιλαμβανόμενος πλήρως ότι για αυτούς που, όπως
εγώ, πιστεύουν ότι η ΖΩΗ νικά τον Θάνατο, για αυτούς που πρεσβεύουν ότι τελικά η
ΖΩΗ θα νικήσει τον Θάνατο, για όσους το ‘‘Χριστός Ανέστη’’ και το ‘‘Θανάτω Θάνατον
πατήσας’’ είναι όχι απλά εθιμοτυπική θρησκειολογική ρητορεία αλλά αληθινή
πεποίθηση που κρατά ζωντανή και πάλλουσα τη φλόγα της Καρδιάς, δεν μπορώ παρά
να ευχηθώ και να προσδοκώ στην κατευόδια ευχή που σου απευθύνω: 

ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ ΠΑΤΕΡΑ!!!

Κατερίνη, 14/12021

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: