Η σημασία της γλώσσας για τα παιδιά αυτής της ηλικίας είναι μεγάλη. Λόγω του ότι δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν σε ορισμένες δραστηριότητες (λ.χ. προσωπική υγιεινή και πρόσληψη τροφής), καθίσταται απαραίτητη η βοήθεια ενός φροντιστή. Η κατάκτηση της γλώσσας δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να εκφράσουν τις ανάγκες τους, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να ικανοποιούνται οι βιοτικές καθώς και οι πνευματικές τους ανάγκες.
Η παροχή πλούσιων γλωσσικών, οπτικών και ακουστικών ερεθισμάτων συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην γλωσσική ανάπτυξη, όπως και στην ανάπτυξη του εγκεφάλου των παιδιών. Απεναντίας, αρνητικές επιρροές, οι οποίες ενθαρρύνουν την καθυστέρηση στην εξέλιξη του γλωσσικού μηχανισμού, είναι η αδιαφορία και η μη συνεισφορά των κύριων φροντιστών του παιδιού στη διαδικασία αυτή, όπως και οι μη ιδανικές συνθήκες διαβίωσης.
Οι σημαντικοι αλλοι, με απωτερο σκοπο την ενισχυση της γλωσσικης αναπτυξης των βρεφων και νηπιων, πρεπει οι ιδιοι να αποτελουν σωστο γλωσσικο προτυπο.
Επιπλέον, πρέπει να τους παρέχουν ένα υγιές και ασφαλές συναισθηματικά περιβάλλον. Κινούμενοι σε αυτό το πλαίσιο, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν πρέπει να “πιέζονται”, προκειμένου να μιλήσουν. Ακόμη, οι φροντιστές δεν πρέπει να έχουν υπερβολικά μεγάλες προσδοκίες για την ηλικία τους, ούτε και να απογοητεύονται αν δεν τις ικανοποιούν.
Το υποστηρικτικό περιβάλλον των παιδιών πρέπει να τους παρέχει τη δυνατότητα να “εξερευνούν” τον κόσμο, μέσα από κατάλληλες βιωματικές δραστηριότητες (λόγου χάρη μαγειρική, κηπουρική, ζωγραφική, χειροτεχνικές κατασκευές, εκδρομές στο φυσικό περιβάλλον, επαφή με ζώα, συναναστροφή με κόσμο, ομαδοσυνεργατικές δραστηριότητες με συνομηλίκους κ.λπ.). Όπως αναφέρει ο Piaget, τα παιδιά μαθαίνουν πράγματα μέσω της εξερεύνησης, ιδιαίτερα κατά το αισθησιοκινητικό στάδιο (0-2 ετών).
Αποσκοπώντας να αναπτυχθεί η γλωσσική δεξιότητα θα πρέπει οι φροντιστές να αλληλεπιδρούν με εκείνα, δηλαδή να μιλάνε “με τα βρέφη”, όχι στα “βρέφη”. Πρέπει δηλαδή να τους κάνουν ερωτήσεις, να ακούνε τις απαντήσεις τους και να κάνουν – άμα κρίνεται αναγκαίο – κατάλληλες διορθώσεις. Τα λάθη στο λόγο τους θα πρέπει να διορθώνονται με προσοχή, ούτως ώστε να μην δημιουργηθεί η εντύπωση στα παιδιά πως επιπλήττονται .
Η ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας μπορεί επίσης να επιτευχθεί μέσα από τραγούδια και ποιήματα (αυτοσχέδια ή μη), αφήγηση ιστοριών και παραμυθιών, ποιήματα της βροχής, παιχνίδια ομοιοκαταληξίας, “αστερόλεξες” (word-star) και ρίμες. Στο ίδιο πλαίσιο, το διάβασμα αποτελεί κατάλληλο μέσο κατάκτησης της γλώσσας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής συνιστά στους γονείς να διαβάζουν στα βρέφη από την ηλικία των έξι μηνών. Ακόμη, συστήνει τον περιορισμό της έκθεσης σε όλα τα είδη οθόνης καθώς και την ολική απαγόρευσή τους σε παιδιά ηλικίας μικρότερης των δύο ετών. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να γίνεται περιορισμένη έως και μηδαμινή χρήση τηλεόρασης, κινητών τηλεφώνων, tablet κ.λπ. Κρίνεται επιτακτική ανάγκη, ακόμη, να αποφεύγεται το άκουσμα ραδιοφώνου από τα παιδιά καθώς, όπως ισχύει και με την οθόνη, η παθητική έκθεση σε λέξεις και φράσεις δεν τα βοηθά να αναπτύξουν τον γλωσσικό τους μηχανισμό.
Η αποφυγή της χρήσης “μωρουδίστικων” λέξεων από τα άτομα του περιβάλλοντός των παιδιών κρίνεται απαραίτητη, καθώς με αυτό τον τρόπο αλλοιώνονται η σημασιολογική και φωνοτακτική δομή των λέξεων. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως το παιχνίδι (ελεύθερο, μουσικοκινητικό, θεατρικό, συμβολικό κ.λπ.) δρα ευεργετικά σε μεγάλο βαθμό, γιατί δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να επικοινωνούν, να αναπτύσσουν τις κοινωνικές τους δεξιότητες και να εκφράζουν τις ανάγκες και προτιμήσεις τους.
Από τη Χριστίνα Μαυρέλη, φοιτήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου