15 Αυγούστου 2021

Στις 15 Αυγούστου 1993 ολοκληρώθηκε η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο δέρας»

    

Στις 15 Αυγούστου του 1993, το βράδυ της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, οι Έλληνες της Αμπχαζίας εγκατέλειψαν το εμπόλεμο Σουχούμι χάρη στην πραγματικά λαμπρή ελληνική επιχείρησης. «Χρυσόμαλλο δέρας». Να, τι πραγματικά συνέβη…

«…Αξιότιμε κύριε Πρωθυπουργέ! Θα θέλαμε να επιστήσουμε την προσοχή σας στη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκονται οι Έλληνες της Αμπχαζίας. Στην περιοχή βίαιων των ένοπλων συγκρούσεων στο Σουχούμι εξακολουθούν να βρίσκονται περίπου δύο χιλιάδες Έλληνες, και είναι απαραίτητο, το ταχύτερο δυνατόν, να τους απομακρύνετε από εκεί. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν την περιοχή, όπου δεν υπάρχει ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε νερό, ούτε καύσιμα, ούτε τρόφιμα. Κάθε μέρα αυξάνεται ο αριθμός των νεκρών και τραυματιών από διασταυρούμενα πυρά..»

Την επιστολή αυτή στις 8 Φεβρουαρίου του 1993 έστειλε η Ομοσπονδία Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης «Πόντος» στον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδας Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Δύο εβδομάδες αργότερα, η αντιπροσωπεία Ελλήνων της Γεωργίας επισκέφτηκε τον Υφυπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας και μίλησε για την κατάσταση των Ελλήνων της Αμπχαζίας, ζητώντας επίμονα να ληφθούν άμεσα μέτρα για την απομάκρυνσή τους.
Έτσι ξεκίνησε η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο δέρας”, που έληξε έξι μήνες αργότερα, την ημέρα της Κοίμησεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου του 1993. Οι σκηνές που ξετυλίχθηκαν στην Αμπχαζία το ΄93, θύμιζαν τα γεγονότα του 1919 και 1922. Το πολυτελές κάποτε θέρετρο Σοχούμι έμοιαζε με την πυρπολημένη και λεηλατημένη Τραπεζούντα ή την Σμύρνη.
Για την επιχείρηση αυτή χρειάστηκε μεγάλο θάρρος, στρατηγική, πειθαρχία και άψογος συγχρονισμός, αφού οι συντονιστές της βρίσκονται χιλιάδες μίλια μακριά ο ένας από τον άλλον – στην Αθήνα, στη Μόσχα, στην Τιφλίδα, στο Σουχούμι. Τις περισσότερες πληροφορίες για τα γεγονότα έδωσαν ο Γενικός Πρόξενος της Ελληνικής Πρεσβείας στη Μόσχα, Δημήτρης Καλμβρέζος, και ο δημοσιοφράγος Εβγκένι Κρούτικοφ.

Η επιχείρηση που οργανώθηκε από την Ελλάδα και εφαρμόστηκε τόσο γρήγορα, φαντάζει εξωπραγματική: οι απεσταλμένοι στην Αμπχαζία έπρεπε να βρουν μέσα στο χάος του πολέμου πάνω από χίλιους Έλληνες, που ζούσαν ή κρύβονταν στο Σουχούμι και στα γύρω χωριά, να τους ενημερώσουν για την επιχείρηση, να συμπληρώσουν διαβατήρια, να τους στηρίξουν ψυχολογικά και υλικά. Επιπλέον, έπρεπε να έρθουν σε επαφή με τις γεωργιανές, τις ρωσικές αρχές και τις αρχές της Αμπχαζίας, και να προσαρμοστούν ταχύτατα στην σουρεαλιστική ποστ-σοβιετική πραγματικότητα.
«Στις 21 Ιουλίου του 1993 με την τακτική πτήση Μόσχα-Τιφλίδα, έφτασαν τρεις καλοντυμένοι ξένοι μεσογειακής εμφάνισης , ακριβά ντυμένοι, με τεράστιες βαλίτσες, μια βαλίτσα χειρός ήταν δεμένη με χειροπέδες στο χέρι του νεώτερου από αυτούς, πιθανόν, στρατιωτικού», γράφει ο Ευγένι Κρούτικοφ.

«Η αντιπροσωπεία της Ελληνικής Πρεσβείας στη Μόσχα, ο υπογράφων, ο στρατιωτικός ακόλουθος, Συνταγματάρχης κ. Γιώργος Κουσούλης και ο συνεργάτης της Πρεσβείας, κ. Πρόδρομος Τεκνόπουλος, έφτασε στην Τιφλίδα. Σκοπός της επίσκεψής μας ήταν να προετοιμάσουμε μαζί με τον Εκπρόσωπο του Εθνικού Ιδρύματος Υποδοχής και Αποκατάστασης Αποδήμων και Παλιννοστούντων Ομογενών Ελλήνων (Ε.Ι.Υ.Α.Π.Ο.Ε.), κ. Αδάμη Μητσοτάκη, την επιχείρηση οργανωμένης μεταφοράς των Ελλήνων της Αμπχαζίας στην Ελλάδα», – γράφει ο Καλαμβρέζος και συνεχίζει: «Αυτή η πανέμορφη πόλη της Μαύρης Θάλασσας με παραθαλάσσια ξενοδοχεία, εστιατόρια, δρόμους που περιβάλλονταν από πράσινο, καταστράφηκε. Παντού ερείπια με τοίχους υπό κατάρρευση, με χορτάρια να έχουν φυτρώσει στα φαγωμένα από οβίδες πεζοδρόμια». Μια τεράστια πόλη 160 χιλιάδων κατοίκων έμοιαζε με πόλη-φάντασμα: στους άδειους δρόμους δεν υπήρχε ψυχή, εκτός από τους στρατιώτες Καλάσνικοφ.
 

Την εικόνα του τι πραγματικά συνέβη στην Τιφλίδα και στο Σουχούμι, δίνει ο Κρούτικοφ. Η βαλίτσα, δεμένη στο χέρι του Κουσούλη, ήταν γεμάτη δολάρια, αφού για κάθε τους βήμα οι Έλληνες έπρεπε να πληρώσουν: μια διανυκτέρευση στο «Μετέχι», μοναδικό ξενοδοχείο της Τιφλίδας με ηλεκτροδότηση και Ίντερνετ, κόστιζε 200 δολάρια! Οι Έλληνες έδωσαν χρήματα για ένα μήνα μπροστά.
«Την επόμενη μέρα ο Συνταγματάρχης Κουσούλης ζήτησε από το Υπουργείο Αμύνης της Γεωργίας να τους παραχωρήσει αεροπλάνο για το Σουχούμι», γράφει ο Κρουτίκοφ. Ο απεσταλμένος, που έφτασε μυστικά από το Σότσι, παρέδωσε στον Καλαμβρέζο ένα ογκώδη φάκελο, το οποίο ο Πρόξενος είχε πάνω του μέχρι την τελευταία ημέρα. Αργότερα μάθαμε, ότι ο φάκελος περιείχε πολύτιμα διαβατήρια, που έπρεπε να συμπληρωθούν στο φλεγόμενο Σουχούμι και τα περίχωρά του».
 

Στις 31 Ιουλίου ο Γεωργιανός Στρατηγός Γκλανταβάνζτε υποχώρησε, και νωρίς το πρωί οι Έλληνες με συνοδεία της στρατιωτικής αστυνομίας μεταφέρθηκαν στο αεροδρόμιο της Τιφλίδας. «Η επιμονή των Ελλήνων, η ακλόνητη αποφασιστικότητά τους να εκπληρώσουν την αποστολή και να αντιμετωπίσουν με σθένος κάθε ενδεχόμενο απρόοπτο, φάνηκε ήδη στο αεροδρόμιο, όπου επικρατούσε το απόλυτο χάος», γράφει ο Κρούτικοφ. Η Εθνική Φρουρά έπρεπε να φύγει για την Αμπχαζία αεροπορικώς, καθώς ούτε σιδηροδρομικώς, ούτε οδικώς δεν μπορούσε να φτάσει στο Σουχούμι. Οι βετεράνοι τσακώνονταν με τους νεοσύλλεκτους, οι Σβάνοι – με τους Γεωργιανούς, οι Έλληνες κινδύνευσαν άμεσα, όταν η στρατιωτική αστυνομία με δυσκολία κατάφερε να αποσπάσει τον Κουσούλη και τον Καλαμβρέζο από τα χέρια κάποιων μεθυσμένων στρατιωτικών».
 

Στο Σουχούμι οι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στο κτίριο του πρώην σανατορίου του Υυπουργείου Αμύνης, το μόνο σχετικά ασφαλές μέρος. Παρά το γεγονός, ότι οι Αμπχάζιοι τηρούσαν την εκεχειρία, και η πόλη δεν κινδύνευε από τα πυρά, οι απειλές υπήρχαν άφθονες: μεθυσμένοι στρατιώτες, ληστείες, λεηλασίες. Ο Κουσούλης και ο Τεκνόπουλος έπρεπε να στείλουν στην Αθήνα την ακριβή περιγραφή της τοποθεσίας του λιμανιού, για το τελευταίο σκέλος της επιχείρησης. Οι λιμενικοί πέρασαν για κατασκόπους τους ξένους, που φωτογράφιζαν το λιμάνι, και παραλίγο να τους πυροβολήσουν.

Μέσα στις επόμενες δέκα μέρες όλοι οι Έλληνες της Αμπχαζίας ενημερώθηκαν για την άφιξη των «Αργοναυτών», και υποδέχθηκαν τον Τεκνόπουλο και τον Κουσούλη σαν απελευθερωτές. Για την Αλεξαντρόβσκα, την Παυλόβσκα, την Χαληδόνα και άλλα χωριά σαν να ήρθε η Άνοιξη μετά από τον δριμύ χειμώνα. Ο Κουσούλης και ο Τεκνόπουλος δούλευαν πυρετωδώς, συμπληρώνοντας τα διαβατήρια: η ημέρα της εξόδου είχε οριστεί, αλλά κανείς δεν μπορούσε να εγγυηθεί, ότι καμία από τις πλευρές δεν θα παραβίαζε την εκεχειρία. Με το φως των κεριών, που ο Κουσούλης με κίνδυνο για τη ζωή του αγόραζε στην αγορά της πόλης προς πέντε δολάρια το ένα, ο ίδιος και ο Τεκνόπουλος έκοβαν τις φωτογραφίες από τα παλιά οικογενειακά άλμπουμ και τα κολλούσαν στα διαβατήρια. Ο Καλαμβρέζος είχε την έδρα του στο κέντρο του Σουχούμι, σε ένα ελληνικό σπίτι. Εκείνες τις ημέρες εκδόθηκαν 1484 διαβατήρια…
Όταν αυτό το γιγάντιο έργο ολοκληρώθηκε, η αποστολή της Ελληνικής Πρεσβείας επέστρεψε στην Τιφλίδα. Ο Ρώσος πρέσβης στη Γεωργία τους διαβεβαίωσε, ότι τουλάχιστον για λίγες μέρες ακόμα οι Αμπχάζιοι δεν θα παραβιάσουν την εκεχειρία. Κι έτσι η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο δέρας» μπήκε στη δεύτερη και καθοριστική της φάση.

«Στις 11 Αυγούστου από την Αθήνα έφτασε η ειδική ομάδα 11 ατόμων, που μετέφερε την ανθρωπιστική βοήθεια και τον στρατιωτικό εξοπλισμό. Την επόμενη μέρα πέταξαν με ένα μικρό αεροπλάνο στο Σουχούμι», θυμάται ο Καλαμβρέζος.

«Στο αεροδρόμιο της Τιφλίδας τους συνάντησε ο Καλαβρέζος προσπαθώντας αυτή τη φορά να κρατηθεί μακριά από τους Γεωργιανούς φρουρούς», συνεχίζει ο Κρούτικοφ. «Στο Σουχούμι οι Έλληνες επανεξέτασαν το λιμάνι και τις παρακείμενες οδούς και συζήτησαν με τους λιμενικούς τις τελευταίες λεπτομέρειες». Ο Στρατηγός Ντατουασβίλι και ο Υπουργός Αμύνης Γκεόργκι Καρκαρασβίλι, που «επέβλεπαν» τους Έλληνες, μόλις ένα χρόνο αργότερα εκτελέστηκαν με αυτόματα στην οδό Βερνάντσκι στη Μόσχα, μπροστά από το κτίριο της Ακαδημίας του Ρωσικού Γενικού Επιτελείου. Τι φοβερή περίοδος για όλους, κι όχι μόνο για τους Έλληνες, τους Αμπχάζιους, τους Γεωργιανούς!

Νωρίς το πρωί της 15ης Αυγούστου του 1993 τα 11 άτομα των Ειδικών Δυνάμεων του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης της Ελλάδα κατέλαβαν το λιμάνι του Σουχούμι. Ταυτόχρονα έφτασε το πλοίο «Viscountess» και ξεκίνησε η φόρτωση των προμηθειών. Οι Έλληνες της Αμπχαζίας χωρίστηκαν ανά πεντάδες και επιβιβάζονταν, κρατώντας στα χέρια ελληνικά διαβατήρια.
Όλη η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας» κράτησε 12 ώρες: από τις 5 το πρωί έως τις 5 το απόγευμα. Ο επικεφαλής του Αμπχαζικού Ναυτικού, Ναύαρχος Αλί Αλίεφ, άφησε το πλοίο να φύγει ανεμπόδιστα με προορισμό την Αλεξανδρούπολη.
Οι Έλληνες της Αμπχαζίας απέδωσαν την επιτυχία της επιχείρησης στο γεγονός, ότι κορυφώθηκε στις 15 Αυγούστου: τους οδήγησε στην Ελλάδα η ίδια η Παναγιά.

Μνήμες από την επιχείρηση “Χρυσόμαλλο Δέρας”

«Πρέπει να μιλάμε στα παιδιά μας για την προσφυγιά που ζήσαμε εμείς στα τέλη του 20 αιώνα, πριν 28 χρόνια, να μάθουν για το πόλεμο και την ειρήνη , και το πιο πολύτιμο για τον άνθρωπο – την ελευθερία», λέει η Κική Μαυροπούλου.

Ήταν 11 χρόνων όταν έκανε το ταξίδι ζωής μαζί με τους γονείς της και άλλους Έλληνες της Αμπχαζίας της Δημοκρατίας Γεωργίας, που έφευγαν από τον πόλεμο, με ελληνικό στρατιωτικό πλοίο στις 14 Αύγουστου 1993, ακριβώς ένα χρόνο από την έναρξη του εθνικιστικού πολέμου με τις σκληρές συγκρούσεις μεταξύ των Γεωργιανών δυνάμεων και των Απχάζιων αυτονομιστών.

Παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, σαν σήμερα το 1993, γράφτηκε μια νέα δραματική σελίδα στους διωγμούς και της προσφυγιάς των Ελλήνων της Μαύρης Θάλασσας.

Εκείνη την ημέρα με μια αστραπιαία επιχείρηση του Πολεμικού Ναυτικού, η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να σώσει τους άμαχους Έλληνες ομογενείς στην πόλη Σοχούμι που βρίσκονταν μεταξύ διασταυρούμενων πυρών, των Αμπχάζιων αυτονομιστών και δυνάμεων του Γεωργιανού στρατού.

Οι Έλληνες είχαν περιέλθει σε απόγνωση και ήδη θρηνούσαν 200 νεκρούς ενώ άλλοι απεγνωσμένα προσπαθούσαν να ξεφύγουν με όλα τα δυνατά και αδύνατα μέσα προς τη Ρωσία, στην γειτονική πόλη Σότσι…

Η στρατιωτική επιχείρηση με τον κωδικό “Χρυσόμαλλο Δέρας”, ήταν άκρως απόρρητη και πολύ δύσκολη γιατί υπήρχε χάος στο Σουχούμι όπου δρούσαν πολλές συμμορίες και από τις δυο εμπόλεμες πλευρές ενώ υπήρχε φόβος για διάσπαρτες νάρκες στο λιμάνι όπου επρόκειτο να πιάσει το πλοίο. Με συντονισμένες κινήσεις και υποδειγματική τάξη οι Έλληνες κομάντο επιβίβασαν στο πλοίο περισσότερους από χίλιους ομογενείς και σε ελάχιστο χρόνο τους έβγαλαν ασφαλείς από την εμπόλεμη περιοχή.

Είκοσι οχτώ χρόνια μετά, στο ραδιόφωνο του ΑΠΕ-ΜΠΕ «Πρακτορείο 104,9» μίλησαν ομογενείς που βρέθηκαν στο πλοίο της σωτηρίας καθώς και ένας στρατιώτης των ειδικών δυνάμεων, ο Πλάτων Τερζάκης.

«Εγώ με τους γονείς και με τον ανάπηρο παππού μου ήρθαμε στην Ελλάδα με αυτό το καράβι” είπε Ελένη Γεροντίδου. “Μας είπαν ότι συμφωνήθηκε εκεχειρία για 48 ώρες αλλά φοβόμαστε πολύ να μην εκραγεί το πλοίο και μόλις ανοίχτηκε στα διεθνή ύδατα ακουστήκαν στο Σουχούμι βομβαρδισμοί…»

Η Νάντα Χρυσίδου, επέβαινε στο πλοίο και αφηγείται: «Πραγματικά ήταν πολύ δύσκολα τα βράδια που βομβάρδιζαν, τρέχαμε να κρυφτούμε στον γείτονα και βλέπαμε να πέφτουν οι βόμβες… Το ταξίδι –σωτηρία ήταν πολύ ευχάριστο και θυμάμαι έναν παππού με την λύρα που καθόταν στην μέση και εμείς μαζευόμαστε γύρω του και ακούγαμε ποντιακά τραγούδια. Αυτόν τον παππούλη που εμψύχωνε όλους, τον λέγανε Παναγιώτη, εγκαταστάθηκε στην Καστοριά με την οικογένεια του. Δεν ζει πια..»

Έλληνες με Αμπχάζικο επίθετο

Η Φρόσω Άχπα ζει στην Αλεξανδρούπολη από τις 19 Αύγουστου του 1993. Ήταν 15 χρονών τότε και θυμάται πολλά από το ταξίδι σωτηρίας.

«Μαζί με την μητέρα μου και τον μεγαλύτερο αδερφό 24 χρονών Γιώργο, μπήκαμε κι εμείς σ’ αυτό το πλοίο. Η απόφαση πάρθηκε την τελευταία στιγμή. Μέχρι τότε είχαμε αμφιβολίες αν έπρεπε ν αφήσουμε το σπίτι μας, μια μονοκατοικία με μεγάλο περιβόλι και πολλές μανταρινιές. Οι συμμορίες κυριαρχούσαν στην πόλη του Σουχούμι. Επικρατούσε χάος και πολλές συμμορίες που μάθαιναν ποιός ετοιμάζεται να φύγει με το πλοίο, έμπαιναν στα σπίτια και άρπαζαν ο,τι έβρισκαν.

Παραμονή ήρθαν τη νύχτα να μας ληστέψουν, να πάρουν ό,τι μπορούσαν, εμείς το ξέραμε γιατί μας προειδοποίησαν. Έτσι ο αδερφός μου πήγε να κοιμηθεί στις μανταρινιές, ο πατέρας μου βρισκόταν στην καλοκαιρινή κουζίνα, εμείς με τη μητέρα μείναμε το σπίτι το βράδυ, και καθυστερήσαμε να κρυφτούμε, με αποτέλεσμα οι ληστές να μας βρούνε μέσα στο σπίτι. Κατάφερα και γλίτωσα, γλίστρησα από τα χέρια τους και έφυγα, κρύφτηκα από το φόβο σε ένα μικρό ψυγείο άδειο, που ήτανε στην αυλή. Με το καλάσνικοφ πυροβολούσαν, μια στους τοίχους του σπιτιού, μία στις μανταρινιές στο περιβόλι,και φώναζαν «που είναι το κορίτσι!».

Χτύπησαν τη μητέρα και της έσπασαν τα δόντια, ο πατέρας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γιατί τον πιάσανε κι αυτόν και τον ξυλοκόπησαν άγρια.

Απορώ πως χώρεσα εγώ σ’ αυτό το μικρό ψυγειάκι… η ψυχή μόνο το ξέρει! Χτυπούσαν την πόρτα του ψυγείου ψάχνοντας εμένα παντού, αλλά ευτυχώς δεν την άνοιξαν. Αν μ έβρισκαν δεν ξέρω τι θα γινόταν, πιθανόν θα με βίαζαν….

Την άλλη μέρα μας βρήκε ο Έλληνας διπλωμάτης, Αδάμ Μητσοτάκης. Είδε σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε και μας είπε οπωσδήποτε πρέπει να μπούμε στο καράβι και να φύγουμε. Μας εξήγησε πως θα κανονίσει ο ίδιος να φύγουμε και ότι δεν πειράζει που είχαμε αμπχάζικο επίθετο (Άχπα) – καθώς γνώριζε ότι είμασταν Έλληνες”.

Η ιστορία του επιθέτου Άχπα είναι κι αυτή συγκλονιστική.

Στην πραγματικότητα ο πατέρας της Φρόσως λεγόταν Παναγιώτης Τισκαρίδης. Την εποχή των πρώτων σταλινικών διώξεων, το 1939, απέλασαν πολλούς Πόντιους από γύρω χωριά του Σοχούμι, ανάμεσά τους και την οικογένεια Τσιρκαρίδη. Ο εξάχρονος τότε Παναγιώτης, κάπου καθυστέρησε στην πορεία και έχασε τους δικούς του, που έφυγαν με τρένα προς το Καζακστάν. Αφού περιπλανήθηκε επί μέρες στα δάση και τη νύχτα ανέβαινε στα δέντρα να μην τον κατασπαράξουν λύκοι, τον εντόπισε τυχαία ένας Αμπχάζιος.

Ήταν τότε ανύπαντρος, τον πήρε σπίτι του και τον φρόντιζε και όταν αργότερα παντρεύτηκε και έκανε εφτά παιδιά, ο Παναγιώτης ήτανε το μεγαλύτερο από αυτά. «Ο πατέρας μου θυμόταν, όταν έπαιζαν με παιδιά ποντιόπουλα, καταλάβαινε τί λένε και καμιά φορά έλεγε και καμιά λέξη ποντιακή.

Τον ρωτούσαν πως καταλαβαίνεις τη γλώσσα τους και τους απαντούσε ότι «δεν ξέρω αλλά σαν (να) μου είναι γνωστές οι λέξεις…».

Μετά από περίπου 40 χρόνια, το 1988, μέσω του Ερυθρού Σταυρού βρέθηκαν οι γονείς του Παναγιώτη που τον έψαχναν όλα αυτά τα χρόνια, και για πρώτη φορά τους αναγνώρισε. Κράτησε όμως το αμπχάζικο επίθετο, Άχπα”.

Στην ερώτηση για την πορεία της ζωής της στην Ελλάδα, η Φρόσω λέει, ότι προσπάθησε να πάει στο σχολείο, αλλά ήταν ήδη μεγάλη και έτσι αναγκάστηκε να εργαστεί για να βοηθήσει την οικογένειά της, γιατί η βοήθεια που υποσχεθήκαν για τους πρόσφυγες παλιννοστούντες, τελικά δεν αρκούσε.

«Μπορώ να πω, ότι στην Ελλάδα βρήκαμε την ειρήνη. Μια ζωή με ασφάλεια… αλλά νιώθω ότι σε αυτή τη νύχτα… που οι ληστές- δολοφόνοι με έψαχναν μανιωδώς, τραυμάτισαν την μητέρα μου, από τότε μου κόπηκαν τα φτερά για όλη τη ζωή μου.

Παντρεύτηκα έναν συμπατριώτη μου και έχω μια κόρη, δεκαπέντε χρόνια. Είμαι υπάλληλος στο τμήμα καθαριότητας του Δήμου μας”.

-Και το καράβι; Τι θυμάσαι από το καράβι,την ρωτήσαμε .

“Τίποτα δε θυμάμαι! Ο φόβος επικρατούσε μέσα μου πολλές μέρες ακόμα, γύρω μου τα έβλεπα όλα γκριζα, ούτε το γαλάζιο της θάλασσας ούτε το κίτρινο του ήλιου, όλα ήταν γύρω μου μαύρα…

Και συνεχίζει με μια αισιόδοξη νότα:

“Στην πραγματικότητα είμασταν όλοι ευτυχισμένοι. Σιωπηλά ευτυχισμένοι. Δεν το φωνάζαμε. Φεύγαμε από τον πόλεμο και πηγαίναμε στην «πατρίδα», όπως μας έλεγαν. Την πατρίδα που δεν την γνωρίζαμε καθόλου… ούτε τα νεοελληνικά… και μας δέχτηκε με αγάπη, δύσκολη αλλά αγάπη».

«Στην αγκαλιά της μητέρας δεν υπάρχει φόβος της φυγής».

Η Κική Μαυροπούλου ζει σήμερα στην Αθήνα και θυμάται έντονα το “ταξίδι της χαράς”. Ήταν τότε 11 χρονών:

«Είχαμε ταξιδέψει στην Ελλάδα με το πλοίο κι άλλες φορές, είμασταν εύπορη οικογένεια, ο πατέρας μας ήταν διευθυντής μεγάλου σανατορίου – κρατικού κέντρου αποκατάστασης υγείας. Ταξιδεύαμε ως τουρίστες στην Ελλάδα, στους συγγενείς μας που ήταν πάρα πολλοί. Όμως αυτό το ταξίδι ήταν ξαφνικό και περίεργο υπό συνθήκες δύσκολες, χάους θα έλεγα. Σαν παιδί δεν αισθανόμουν τόσο άσχημα, γιατί είχα κοντά μου την μητέρα μου και με φρόντιζε, ήμουν αρκετά καλά.

Φύγαμε κυριολεκτικά με δύο βαλίτσες. Ήταν Αύγουστος μήνας και πήραμε μόνο καλοκαιρινά ρούχα ενώ σε λίγους μήνες δεν θα είχαμε τίποτα να φορέσουμε. Δεν μείναμε στην Αλεξανδρούπολη, αρνηθήκαμε τη βοήθεια του κράτους και φύγαμε στην Αθήνα στην αγκαλιά των συγγενών μας”.

Η Κική σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων και εργάζεται πολλά χρόνια στον Ωνάσειο ίδρυμα ως διοικητική υπάλληλος.

Οι γονείς της δεν ζουν πια.. «Έφυγε νωρίς η μητέρα από στεναχώρια, ενώ ο πατέρας έπαθε κατάθλιψη, δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την αλλαγή της ζωής, με αυτό που είχε χάσει…

« Το ταξίδι προς την Ελλάδα το θυμάμαι ως κάτι θετικό, στην αγκαλιά των γονέων μου ενώ χειρότερα ήταν όταν φτάσαμε στην Ελλάδα κι αισθάνθηκα φτώχεια. Τα ρούχα που μας δώσανε ήταν μεγάλα και με κορόιδευαν στο σχολείο. Τα πρώτα χρόνια έζησα και το ρατσισμό στο σχολείο. Αισθάνθηκα σαν παιδί ότι είμαι ένα καημένο χωρίς μοίρα, ίσως με επηρέασε η ψυχολογική κατάσταση των γονιών”.

Σήμερα η Κική Μαυροπούλου νιώθει ευτυχισμένη. Παντρεύτηκε έκανε ένα παιδί και νιώθει ευτυχισμένη, αλλά πιστεύει ότι η ιστορία που έζησε αυτή η ίδια και πολλοί άλλοι άνθρωποι, δεν πρέπει να ξεχαστεί, να γίνει μάθημα για ανθρώπους, γιατί η προσφυγιά επαναλαμβάνεται και οι πόλεμοι δεν σταματούν…

Στο κάλεσμα του “Πρακτορείο Fm” να καταθέσουν την μαρτυρία τους από το αλησμόνητο εκείνο ταξίδι ανταποκρίθηκε και η Ρεβέκκα Μουρατχανίδου που ήρθε στην Ελλάδα με τη μητέρα της, Αθηνά Λαμπριανίδη και τη γιαγιά της Μαρία Λαμπριανίδη. «Ζήσαμε εμείς οι τρεις γυναίκες μια δύσκολη χρονιά κάτω από βομβαρδισμούς. Εγώ, η γιαγιά και μητέρα μου. Ήμουν 18 ετών, αποφοίτησα από το 14ο γυμνάσιο και μόλις πέρασα στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Αμπχαζίας στη Φιλολογική Σχολή της Γαλλικής Γλώσσας. Την ημέρα που οι Γεωργιανοί έκαναν επίθεση στο Σοχούμι, η μητέρα μου και εγώ ήμασταν στο κέντρο της πόλης. Σταματήσαμε στα σκαλιά του Δικαστηρίου όπου υπήρχε φασαρία, οι άνθρωποι έτρεχαν τρελαμένοι , από τα παράθυρα των αυτοκινήτων πυροβολούσαν κάποιοι στον αέρα με πιστόλια και φώναζαν:

«Πόλεμος! Πόλεμος! Τρέξτε στα σπίτια. Θυμάμαι το τρόλεϊ που σταμάτησε στη στροφή που στεκόμαστε εγώ και η μητέρα. Κατέβηκαν πανικόβλητοι άνθρωποι και σκορπίστηκαν παντού. Στεκόμαστε παγωμένοι και ξαφνικά βλέπω ένα ελικόπτερο να πετάει πολύ χαμηλά πάνω από τη θάλασσα και στη συνέχεια ακούστηκαν οι πυροβολισμοί. Όπως αποδείχθηκε, το γεωργιανό ελικόπτερο πυροβολούσε στην παραλία το κτίριο του σανατόριου του Υπουργείου Άμυνας της Ρωσίας. «Μαμά τι συνέβη;» ρωτάω και η μητέρα μου απάντησε : «Πόλεμος κόρη μου, πόλεμος! Να τρέξουμε σπίτι το συντομότερο δυνατόν, η γιαγιά είναι μόνη της. Τρέχαμε σπίτι ενώ τα αυτοκίνητα συνέχισαν και τρέχουν μέσα στην πόλη με μεγάλες ταχύτητες και κάποιοι από μέσα πυροβολούσαν στο αέρα , κηρύσσοντας με μεγάλο ενθουσιασμό τον πόλεμο».

Ποτέ δεν πήγα να δω το σπίτι μου στο Σοχούμι. Κάποιοι άλλοι μένουν εκεί…

Ο Λεωνίδας Σαρίδης με τη μητέρα του αποφάσισαν να επιβιβαστούν στο πλοίο για την Ελλάδα ώστε να σωθούν: Ήτανε 30 χρονών, μηχανικός με σπουδές στην Ρωσία στην πόλη Ταγκανρόγκ με καλή εργασία στο Σουχούμι, ανύπαντρος.

“Ζήσαμε τον πόλεμο έναν ολόκληρο χρόνο. Αυτό που θυμάμαι είναι ο φόβος του θανάτου που μας είχε καθηλώσει . Στο δρόμο για τη δουλειά (ακόμα εργαζόμαστε) μπορούσα να αντικρίσω πτώματα ανθρώπων που σκοτώνονταν από αδέσποτες σφαίρες. Στο Σουχούμι επικρατούσε χάος. Μόλις μάθαμε ότι η Ελλάδα έστειλε πλοίο- ένα φεριμπόουτ ήταν- σπεύσαμε να μπούμε σ’ αυτό, αφήνοντας στο διαμέρισμα μας στο κέντρο της πόλης όλα τα υπάρχοντά μας , παίρνοτας στα χέρια μόνο δύο βαλίτσες. Η μάνα μου τα δικά της ρούχα και εγώ τα δικά μου τα απαραίτητα…»

«Εγώ προσωπικά είχα φίλους και Αμπχάζιους και Γεωργιανούς, δεν ήθελα να εμπλακώ σε αυτή την διαμάχη που ποτίστηκε με αίμα. Είμαι χαρακτήρας ειρηνικός, και το πλοίο αυτό για μένα ήτανε η σωτηρία της ψυχής μου.

«Στο πλοίο”, αφηγείται ο Λεωνίδας “όλοι ήταν περίεργα σιωπηλοί, φοβισμένοι, οι περισσότεροι κάθονταν στο κατάστρωμα, κάποιοι σε καμπίνες όπου μπορούσανε να ξαπλώσουν, αλλά κανείς δεν μπορούσε να χαλαρώσει, ήτανε όλοι σε ένταση.»

Καθώς το πλοίο έπλεε προς την”Γη της Επαγγελίας”, όπως σ όλη τους τη ζωή ονειρεύονταν την Ελλάδα οι ομογενείς, ένιωθαν χαρά γιατί σώθηκαν αλλα και απεριόριστη, λύπη για όσα αφήσαν πίσω συνοδευόμενη από το άγχος και την αγωνία για όσα τους περίμεναν στην Ελλάδα.

«Οι άντρες στο πλοίο που μας πρόσεχαν (φύλαγαν) ήτανε ντυμένοι με πολιτικά ρούχα, αλλά από τις κινήσεις τους και την μεγάλη προσοχή για να μη συμβεί κάτι, όλοι είχαμε καταλάβαμε, ότι είναι στρατιώτες. Οι βατραχάνθρωποι δεν έβγαιναν έξω απ’ τα νερά. Μου φαινόταν ότι συνεχώς έλεγχαν το πλοίο γιατί υπήρχε φόβος για νάρκες. Φεύγαμε από ένα πόλεμο εμφύλιο, δύσκολο . Ήτανε και κάποιοι που μας θεωρούσαν προδότες που δεν πήραμε θέση στη διαμάχη και φεύγουμε».

Σήμερα ο Λεωνίδας ζει στην Αλεξανδρούπολη, όπου αποβιβάστηκε.

«Φύγαμε από τόσο Σουχούμι στις εννιά το βράδυ, ένα άδειο από κόσμο λιμάνι και φτάσαμε νύχτα στην Ελλάδα, σ ένα επίσης σιωπηλό λιμάνι, αυτό της Αλεξανδρούπολης. Μετά ήρθανε τα πούλμαν, μας φόρτωσαν και μας πήγαν κάπου έξω σ ένα χωρίο όπου μας εγκατέστησαν σ ένα γεροκομείο. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν που να πήγαν άραγε τους γέρους και μας δώσανε για διαμονή το κτήριο αυτό;»

Ήταν Αύγουστος με καύσωνα… Οι πρώτες μέρες ήταν πάρα πολύ δύσκολες λόγω ζέστης. Έκαναν την εμφάνισή τους αρρώστιες, στους ηλικιωμένους αρχικά, που πέρασαν δύσκολα.

«Είχαμε μεγάλο πρόβλημα με τους γέρους μας που αρρώστησαν όλοι ξαφνικά, και ήταν κατανοητό μετά από όσα πέρασαν, ζητούσαμε βοήθεια, ζητούσαμε καλή υποδοχή… Μου φάνηκε τότε, ότι η ελληνική πολιτεία ενώ πήρε απόφαση να μας σώσει δεν ήταν και τόσο έτοιμη να μας δεχτεί. Νιώθαμε όλοι ότι μας ξεχάσαν σ’ αυτό το γεροκομείο…»

Και όμως η ζωή συνεχίστηκε και ο Λεωνίδας Σιρίδης δηλώνει ευτυχισμένος και τυχερός, γιατί στην Ελλάδα παντρεύτηκε με μία συμπατριώτισσα από το Σουχούμι. Έχουν δύο παιδιά και ο γιος του θέλει να γίνει καπετάνιος. «Μία μέρα θα μας πάει πίσω με ένα πλοίο στο Σοχούμι!» λέει ο Λεωνίδας χαρούμενα.

-Θα θέλατε να επιστρέψετε, ρωτάμε.

-Όχι, ούτε νοσταλγώ πια.Στην αρχή είχα μεγάλη νοσταλγία, η οποία εξανεμίστηκε. Ποτέ δεν πήγα να δω το σπίτι μου. Κάποιοι άλλοι μένουν εκεί, ενώ και οι φίλοι μου σκορπιστήκαν, στην Ελλάδα, την Ρωσία, Μόσχα, στο Σότσι. Το Σοχούμι πια δεν είναι «ελληνική» πόλη όπως ήταν, με την ποντιακή λαλιά να ακούγεται στα παραλιακά καφενεία». Το Σοχούμι , η Αμπχαζία είναι μια άλλη χαμένη πατρίδα…

Η συνέντευξη με τον Λεωνίδα έγινε από το σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού του. Ανέφερε ότι δεν έχει κινητό: « Ποτέ δεν είχα κινητό, ενώ είμαι επιχειρηματίας, έχω το εργαστήριο, πολλοί αναρωτιούνται γιατί δεν έχω κινητό. Δεν μπορώ να εξηγήσω. Μου φαίνεται το κινητό θα μου κλέψει πολλά απ’ τη ζωή μου και χρησιμοποιώ μόνα τα σταθερά τηλέφωνα και email, όταν χρειάζεται».

“Νούμερο σωτηρίας 587”.

Η 72χρονη σήμερα Γαλήνη Χαρτοματζίδου μιλάει για την προσφυγιά, την φυγή της από το αγαπημένο της Σοχούμι και η φωνή της τρέμει:. «Ήμουν προϊσταμένη του λογιστηρίου στο υπουργείο υγείας της Αμπχαζίας, 50 χρονών τότε όταν μας βρήκε η συμφορά: ο εθνικιστικός πόλεμος. Τελευταία στιγμή αποφασίσαμε ότι τελικά “φεύγουμε” και είχαμε γραφτεί με το νούμερο 587 στην σειρά, αλλά μέχρι τέλος δεν πίστευα, ότι θα φύγουμε τόσο βιαστικά, και όταν ήρθε η ώρα, δεν πρόλαβα να παρω μαζί μου ότι κάτι φαγώσιμο. Μας ταΐσαν όμως καλά στο πλοίο, είχε καλό μπουφέ, το φαγητό καλό. Ήταν όμως αβάσταχτος ο πόνος της φυγής από την πόλη που ζήσαμε μια ζωή, είχαμε φίλους, εγώ προσωπικά και καλό σπίτι, μονοκατοικία στο κέντρο της πόλης. Τα αφήσαμε όλα. Θυμάμαι έναν ηλικιωμένο που καθόταν στο κατάστρωμα σε μία καρέκλα και, έπαιζε λύρα, τραγουδούσε, και γύρω του όλοι εμείς που είχαμε προορισμό την Ελλάδα για μια νέα ζωή. Όταν έπαιζε, ήταν χειρότερα, με έπνιγαν τα δάκρυα. Και όταν περνούσαμε το Βόσπορο, είπα: να πως μοιάζει η μοίρα μας με την μοίρα των παππούδων μας, των πρόγονων μας. Εκείνοι, κάποια στιγμή, πριν έναν αιώνα έφευγαν αναγκαστικά από τη Τουρκία προς τη Γεωργία κι εμείς τώρα φεύγαμε πάλι υπό το φόβο θανάτου σε μια πατρίδα που θέλαμε πάντα να έρθουμε… Και όμως την ώρα που ήμασταν στο πλοίο φοβόμουν. Ήταν σαν να κατευθυνόμουν σε μια ξένη χώρα. Δεν γνώριζα την (νεο)ελληνική γλώσσα, τίποτα δεν ξέραμε για αυτή τη χώρα, την Ελλάδα.»

Περήφανος που έλαβε μέρος ως εθελοντής στην επιχείρηση “Χρυσόμαλλο Δέρας”

«Ήμουν φαντάρος πεζοναύτης και ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα για εθελοντική υπηρεσία στην επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας».

Μπήκα στο πλοίο- φεριμπότ και δεν ήξερα που θα πάμε», αφηγείται ο Πλάτων Τερζάκης από το Ηράκλειο της Κρήτης που συμμετείχε σε αυτήν την δύσκολη στρατιωτική επιχείρηση του Ελληνικού Στρατού στο εμπόλεμο Σοχούμι. «Φορούσαμε πολιτικά ρούχα και φυσικά είχαμε και όπλα μαζί μας. Η κατάσταση ήταν δύσκολη στη Μαύρη Θάλασσα. Όταν περνούσαμε το Βόσπορο, την Τουρκία, έμεινα έκπληκτος πως γίνεται αυτό, να προχωράει το στρατιωτικό ελληνικό πλοίο, χωρίς κανένα εμπόδιο. Τότε κατάλαβα ότι πρόκειται για κάτι σοβαρό. Αργότερα έμαθα ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για να περάσει το πλοίο στην Γεωργία να πάρει στην Ελλάδα τους Έλληνες.

«Μόλις είδαν το πλοίο μας συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι ένοπλοι που περίμεναν κάτι να πάρουν από μας κάτι ως αντάλλαγμα», λέει.

“Την ώρα της αναχώρησής μας απο το λιμάνι, γύρω στις εννιά το βράδυ μόλις απομακρυνθήκαμε από την ακτή, άρχισαν οι πυροβολισμοί. Ρίχνανε επίσης επιθετικές χειροβομβίδες . Ποιοι ήτανε αυτοί, δεν ξέρουμε, επικρατούσε ανεξέλεγκτη κατάσταση στην Αμπχαζία”. Ο Τερζάκης θεωρεί ότι η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο δέρας» πέτυχε τον σκοπό της και νιώθει περήφανος που έλαβε μέρος σε αυτήν.

«Λες και βρισκόμασταν και πάλι στο λιμάνι της Σμύρνης εκείνο τον καταραμένο Σεπτέμβρη του 1922».

«Είχα την τύχη να εργαστώ ως ιστορικός στο Ιστορικό Αρχείο του Σοχούμι κατά τα έτη 1989 και 1991. Έτσι ήρθα σε επαφή με την ανθούσα Έλληνική κοινότητα της πόλης. Εκείνη την εποχή ήμουν οργανικά ενταγμένος στη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού» λέει ο ιστορικός ερευνητής, Βλάσης Αγτζίδης που ήταν στο πλοίο μαζί με τους ομογενείς και μας περιέγραψε το ταξίδι που σημάδεψε τη ζωή του.

«Συμμετείχα στην αποστολή με την ιδιότητα του ιστορικού, έχοντας ως στόχο την σωτηρία των ελληνικού ενδιαφέροντος υλικού από το Ιστορικό Αρχείο. Ήταν συγκλονιστική η στιγμή που το ελληνικό πλοίο έμπαινε στο λιμάνι του Σοχούμι, σε μια πόλη βουβή και κατεστραμμένη. Εκατοντάδες ομογενείς με τους λιγοστούς μπόγους περίμεναν υπομονετικά υπό τον καυτό ήλιο του Αυγούστου. Λες και βρισκόμασταν και πάλι στο λιμάνι της Σμύρνης εκείνο τον καταραμένο Σεπτέμβρη του 1922. Ήταν σαν μια μικρή Μικρασιατική Καταστροφή», λέει ο Βλάσης Αγτζίδης που παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις στην ΕΣΣΔ από την εποχή της περεστρόϊκα κι είχε καταγράψει με λεπτομέρεια τις εστίες των μελλοντικών συγκρούσεων. Μια από αυτές ήταν η Αμπχαζία.

« Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος που είχε δραματικές συνέπειες στην ελληνική κοινότητα, έγινε μεγάλη προσπάθεια για να υπάρξει ελλαδική παρέμβαση. Από εσωτερικά, υπηρεσιακά κείμενα, προς την ηγεσία του Υπ. Εξ. που περιέγραψαν την τραγική κατάσταση, έως μαζικές κινητοποιήσεις στην Αθήνα των ποντιακών προσφυγικών συλλογών.

Τελικά, αποφασίστηκε η αποστολή ενός πλοίου σωτηρίας στο Σοχούμι, χάρις στην ευαισθησία της (τότε) υπουργού εξωτερικών Βιργινίας Τσουδερού, την ύπαρξη στο περιβάλλον της σοβαρών στελεχών καθώς και το γεγονός ότι στην πρεσβεία μας στη Μόσχα υπηρετούσε ένας πολύ ευαίσθητος διπλωμάτης, ο Διονύσης Καλαμβρέζος.

Με τη συνοδεία ενόπλων Γεωργιανών ο Βλάσης Αγτζίδης πήγε στο Αρχείο όπου είχε δουλέψει επί των ελληνικών ντοκουμέντων για δύο καλοκαίρια:

«Δυστυχώς όταν φτάσαμε, είδαμε να στέκουν όρθιοι μόνο τέσσερις μαυρισμένοι από τη φωτιά τοίχοι… Την καταστροφή την είχαν προκαλέσει οι παρακρατικές γεωργιανές ομάδες. Το αρχείο καταστράφηκε ολοσχερώς, με αποτέλεσμα και την απώλεια του μόνου, σχετικά πλήρους, σώματος της εφημερίδας «Κόκκινος Καπνάς» που υπήρχε στον Καύκασο και μελετούσα σέ επίπεδο διδακτορικής διατριβής. Εκτός από τον «Κόκκινο Καπνά» χάθηκαν και τα πολύτιμα ελληνικά βιβλία του Μεσοπολέμου, αδιάψευστοι μάρτυρες της πολιτιστικής αναγέννησης του Ελληνισμού πριν τη σταλινική λαίλαπα. Μαζί τους καταστράφηκαν και όλες οι πηγές για την ιστορία της περιοχής».

Δεν υπάρχουν σχόλια: