27 Νοεμβρίου 2021

Παιδιά πίσω από κλειστές πόρτες»: Ενδοοικογενειακή βία. Ορισμοί και συνέπειες


Ο όρος ενδοοικογενειακή βία (ΕΒ), σημαίνει «όλες τις πράξεις της σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας οι οποίες συμβαίνουν εντός της οικογένειας ή οικογενειακής μονάδας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, είτε ο δράστης διαμένει ή διέμενε στην ίδια κατοικία με το θύμα είτε όχι» (α. 3 § β Ν. 4531/2018). Τα συχνότερα θύματα αποτελούν οι γυναίκες και τα παιδιά (Kane, 2008, όπως αναφέρεται στο Ι.Π.Π.Ε.Ι., 2012· Marques et al., 2020). Υπολογίζεται μάλιστα πως ένα ποσοστό 30%-66% όσων κακοποιούν τη σύντροφο, κακοποιούν και τα παιδιά (Eldeson, 1999, ό.α. στο Sterne & Poole, 2010). Τα παιδιά δεν κακοποιούνται μόνο όταν απειλούνται τα ίδια, αλλά και όταν απειλείται κάθε μέλος της οικογένειας τους. Η κακοποίηση υπάρχει ακόμα και όταν τα παιδιά υποθέτουν την ύπαρξη οποιασδήποτε μορφής βίας προς τα άλλα μέλη της οικογένειας όπου ανήκουν.

Λόγω του ότι υπάρχει μεγάλη δυσκολία να προσδιοριστεί ο ορισμός της παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, πρέπει να δίνεται μεγάλη προσοχή από τους επαγγελματίες στο τι προσδιορίζουν ως κακοποίηση και στο πώς την αντιμετωπίζουν, καθώς ανά πολιτισμό υπάρχουν βαρυσήμαντες διαφορές στην ερμηνεία της βίας. Για το λόγο αυτό ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), αποδίδει ως κακοποιημένο ή παραμελημένο παιδί, ένα παιδί του οποίου η σωματική ή ψυχική υγεία ή ευημερία απειλείται με βλάβη, από τις πράξεις ή τις παραλείψεις του γονέα του ή κάποιου άλλου ατόμου που είναι υπεύθυνο για την ευημερία του.

Οι κυριότεροι τύποι κακοποίησης είναι η σωματική, η σεξουαλική, η ψυχολογική-συναισθηματική και η παραμέληση (WHO & ISPCAN, 2006, σ. 10, όπως αναφέρεται στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού [Ι.Υ.Π.]· Violence Prevention Initiative [V.P.I.], 2014). Τα παιδιά μπορούν να είναι είτε άμεσοι είτε έμμεσοι αποδέκτες της ενδοοικογενειακής βίας. Τα περιστατικά αυτά των παιδιών αναφέρονται σπανίως στις αρχές λόγω ενδεχόμενου μελλοντικού στιγματισμού, αλλά και λόγω της ιδιαιτερότητας των οικογενειακών σχέσεων (Ι.Π.Π.Ε.Ι., 2012).

Σύμφωνα με τις συνέπειες της ενδοοικογενειακής βίας, η ίδια καταστρατηγεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και η έκθεση παιδιών και εφήβων σε αυτή είναι καθοριστική στην ψυχική και σωματική τους υγεία (Ι.Π.Π.Ε.Ι., 2012· Mazza et al., 2020). Πιο συγκεκριμένα, έχει σημαντικές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα ανάπτυξης του παιδιού (Olofsky, 1999). Αυτές ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο του ατόμου, τη μορφή της κακοποίησης, τη χρονική διάρκεια, τη σχέση με τον κακοποιητή και το αποτέλεσμα στην ψυχική υγεία της μητέρας και στην αποτελεσματικότητά της ως γονέα (Sterne & Poole, 2010).

Αρχικά, συμπεριφορικά και συναισθηματικά προβλήματα συνήθως είναι υπαρκτά και συνδεόνται με έντονο άγχος, κατάθλιψη, άγχος αποχωρισμού, ντροπαλότητα, φόβο και ανασφάλεια.

Με αυτο τον τροπο αυξανονται οι πιθανοτητες τα παιδια αυτα να εξελιχθουν σε θυματα σχολικου εκφοβισμου και να μην αναζητησουν την απαραιτητη βοηθεια.

Επίσης, η παραβατικότητα, η εγκληματικότητα, η υπερκινητικότητα, η οργή και η  σκληρότητα προς τα ζώα συχνά κάνουν την εμφάνισή τους ως απόρροια της αποδοχής της βίας στο περιβάλλον τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τις αυξημένες πιθανότητες να γίνουν οι ίδιοι θύτες σχολικού εκφοβισμού (Ðapić et al., 2020· Olofsky, 1999· Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού· Pepler et al., 2000· Sterne & Poole, 2010· Thomson & Trice-Black, 2012).

Τα γνωστικά προβλήματα είναι επίσης μια σημαντική συνέπεια (Pepler et al., 2000· Sterne & Poole, 2010): Αυτά αφορούν στην καθυστέρηση της γλωσσικής ανάπτυξης και των γνωστικών δεξιοτήτων, καθώς: α. μια κακοποιημένη μητέρα δεν δύναται να επικοινωνεί και να παίζει στον ίδιο βαθμό με το παιδί, β. λόγω στρες το παιδί αντιμετωπίζει δυσκολία με τη μάθηση, γ. η πιθανή συχνή απουσία από το σχολείο δεν επιτρέπει στο παιδί να συμβαδίζει με τα υπόλοιπα παιδιά.

Τέλος, η κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου επηρεάζεται σημαντικά (Pepler et al., 2000· Sterne & Poole, 2010· Thomson & Trice-Black, 2012). Συνήθως υπάρχει μειωμένη ενσυναίσθηση και ευαισθησία, καθώς και περιορισμένη ανάπτυξη κατάλληλων διαπροσωπικών δεξιοτήτων επίλυσης προβλήματος (Margolin & Gordis, 2000· Fantuzzo & Mohr, 1999).

Μία από τις σημαντικότερες συνέπειες λόγω της έκθεσης στην ΕΒ αποτελεί η μετατραυματική διαταραχή άγχους (ΜΔΑ). Αποτελεί την πιο συχνή διαταραχή μετά από τραυματικά γεγονότα και ΕΒ (Kofman & Garfin, 2020) και μπορεί να διογκώσει τις υπόλοιπες επιπτώσεις (Thomson & Trice-Black, 2012), καθώς και να εξηγήσει διαταραχές συμπεριφοράς, προσαρμογής και συναισθημάτων (Kilpatrick, Litt, & Williams, 1997).

Η ΜΔΑ είναι εντονότερη και επίμονη, όταν ο στρεσογόνος παράγοντας είναι ανθρώπινος (American Psychiatric Association [APA], 1987, ό.α. στο Kilpatrick et al., 1997). Επιπλέον, αν ο γονέας είναι υπεύθυνος για τη βία που υφίσταται ή γίνεται μάρτυρας το παιδί, τότε βιώνει τεράστια σύγκρουση πίστης και εμπιστοσύνης.

H συμπτωματολογία της ΜΔΑ είναι η ακόλουθη: έντονος φόβος, έλλειψη βοήθειας, φόβος, αποδιοργανωμένη ή αναστατωμένη συμπεριφορά (APA, 2000, σ. 463, ό.α. στο Kearney, 2010), ενώ παιδιά που έχουν δεχτεί σεξουαλική κακοποίηση συχνά παρουσιάζουν αυτοκαταστροφική και παρορμητική συμπεριφορά, σωματικά παράπονα, ενοχή, καταθλιπτική συμπεριφορά, κοινωνικά προβλήματα, αίσθημα “καταστροφής” ή απειλής και πολλές αλλαγές στη συμπεριφορά τους (APA, 2000, σ. 465, ό.α. στο Kearney, 2010).

Τα συμπτώματα πρέπει να έχουν χρονική διάρκεια άνω του ενός μήνα, ενώ μιλάμε για χρόνια ΜΔΑ, όταν ξεπερνούν τους τρεις μήνες (Kearney, 2010).  Το τραυματικό γεγονός βιώνεται επανειλημμένα και για μεγάλο χρονικό διάστημα με τη μορφή αναμνήσεων, ονείρων, αναπαραστάσεων ή σωματικού/ψυχολογικού πόνου (Kearney, 2010· Sterne & Poole, 2010).

 

*Ο τίτλος “Παιδιά πίσω από κλειστές πόρτες” προέρχεται από το επιστημονικό άρθρο: Children behind closed doors during COVID-19 isolation: Abuse, neglect, and domestic violence των: Ðapić, M. R., Flander, G. B., & Prijatelj, K. (2020).

 .psychografimata.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: