1 Ιανουαρίου 2022

Πρωτοχρονιά στην Πόλη: η “ξενόφερτη” γιορτή που διχάζει την Τουρκία


 Γράφει ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας

Στην Κωνσταντινούπολη έζησα σχεδόν δεκατρία χρόνια. Όσοι έχουν διαβάσει τα βιβλία και τα άρθρα μου με έχουν ταυτίσει με την Πόλη. Το δέσιμό μου με τον τόπο είναι έκδηλο, λένε, στα γραπτά μου. Έτσι, πολλοί εντυπωσιάζονται μαθαίνοντας ότι δεν ζω πια εδώ. Ακόμα πιο περίεργη τους φαίνεται η ειλικρινής απάντησή μου, όταν με ρωτούν πόσο μου λείπει η Πόλη: Δεν μου λείπει καθόλου.

Πράγματι, για πάνω από δεκαετία θεωρούσα την Πόλη –και δη το Πέραν– το σπίτι μου. Δεν με φανταζόμουν κάπου αλλού. Σιγά σιγά όμως η Πόλη άλλαζε, όπως η χώρα ολόκληρη, προς κάτι το ισλαμικότερο, αυταρχικότερο και αποπνικτικότερο. Ιδίως μετά την ατυχή κατάληξη του ξεσηκωμού(Διαδηλώσεις του 2013 στην Τουρκία του Γκεζί), το 2013, μια βαριά σκιά έπεσε πάνω στα πάντα. Μου λείπει η Πόλη που ήξερα, που είχα γνωρίσει μεταξύ του 2001 και του 2010. Κάθε φορά που επιστρέφω, τον τελευταίο ενάμισι χρόνο απουσίας μου, αισθάνομαι τη ματαίωση.

«Δεν είναι η Πόλη που ξέραμε», λέμε όσοι την είχαμε ζήσει εκείνα τα χρόνια. Όλοι –Τούρκοι και ξένοι– στον κύκλο μου συμφωνούμε πως ήταν τα καλύτερα χρόνια της πρόσφατης ιστορίας της. Το 2003 άφησα μια Αθήνα νεοπλουτισμού και χαύνωσης, για μια Πόλη γεμάτη δυναμισμό, και μια περιοχή (Πέραν-Γαλατάς) όπου βασίλευε το εναλλακτικό. Ήταν μια μητρόπολη για νέους, ένα έδαφος για καινοτομίες, μια φωλιά για δημιουργία. Παρά το σκοτεινό ταμπεραμέντο των Τούρκων, η Πόλη τότε δεν ήταν θλιβερή.

Τώρα την κατήφεια την εισπνέεις σε κάθε βήμα. Στα βλέμματα των περαστικών. Στις φωνές και τις απαντήσεις των φίλων. «Ε, τι να κάνω; Ποιος μπορεί να είναι καλά με ό,τι συμβαίνει;». Και αυτό που συμβαίνει και που μας πνίγει δεν είναι οι τακτικές πολύνεκρες επιθέσεις, ή –τουλάχιστον– δεν είναι κυρίως αυτό. Είναι η εικόνα μιας χώρας που βυθίζεται στον βούρκο, και που όποιος νέος θέλει να ζήσει ελεύθερα και έχει τη δυνατότητα, ετοιμάζει τις βαλίτσες ή το exit plan του.

Ο Έρντογαν, στηριζόμενος στην κυβερνητική πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση και την απουσία αξιόλογης αντιπολίτευσης, αλλάζει το Σύνταγμα ώστε να καθιδρύσει προεδρικό σύστημα, και μάλιστα με ενισχυμένες προεδρικές εξουσίες. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι και διανοούμενοι που στηλιτεύουν την πορεία προς τη μονοκρατορία και τον εξισλαμισμό κράτους και κοινωνίας είτε βρίσκονται στη φυλακή ήδη, είτε έχουν φύγει στο εξωτερικό.

Ο κόσμος φοβάται να μιλήσει και ακόμη περισσότερο να γράψει οτιδήποτε δημόσια –μια “απρόσεκτη” ανάρτηση μπορεί να σου στοιχίσει τη δουλειά σου ή να σε οδηγήσει στη φυλακή. Παλιά φίλοι και γνωστοί με ζήλευαν (με την καλή έννοια) που ζούσα «στην ωραιότερη πόλη του κόσμου». Τώρα με κοιτούν έκπληκτοι όταν λέω πως ετοιμάζω επίσκεψη προς τα δω. «Πού πας, δεν φοβάσαι;».

Δεν φοβάμαι, στενοχωριέμαι. Η Πόλη με πικραίνει. Αλλά δεν μπορώ και να μην έρχομαι. Πολλοί από τους στενότερους φίλους μου παραμένουν εδώ, σε πείσμα της λογικής. Και μου λείπουν. Όταν βρισκόμαστε αισθάνομαι την παλιά θαλπωρή. Αλλά τα πάντα χάνονται μόλις βγω στο δρόμο.

Ένα πολιτιστικό παράδοξο: Πρωτοχρονιά στην Τουρκία

Η πρώτη Πρωτοχρονιά που πέρασα στην Πόλη ήταν εκείνη του 2002. Τότε είχα έρθει με γονείς και οικογενειακούς φίλους, σε μιαν επιχείρηση να συμφιλιώσω τους πρώτους με το αναπόφευκτο της επερχόμενης μετοικεσίας. Όλες τις υπόλοιπες τις πέρασα εδώ με φίλους. Φέτος δεν θέλησα να αθετήσω την παράδοση. Μου έλειπαν οι φίλοι μου, αλλά και τα παράδοξα της τουρκικής Πρωτοχρονιάς.

Γιατί τι μπορεί να είναι πιο παράδοξο από μια πόλη, σε χώρα μουσουλμανική, πνιγμένη σε στολισμούς χριστουγεννιάτικους; Το υπέρτατο πολιτιστικό αστόχημα είναι το τουρκικό “Πρωτοχρονιάτικο Δένδρο”. Πολλοί είναι οι Τούρκοι που στολίζουν δένδρο, αλλά για την Πρωτοχρονιά. Εξ ου και το όνομά του. Πρόκειται για χριστουγεννιάτικο δένδρο “αποχριστιανισμένο” και μετονομασθέν, αλλά κατά τα λοιπά ολόιδιο με τα δικά μας: το στολίζουν λαμπιόνια και μπάλες, νιφάδες χιονιού από βαμβάκι και αγγελάκια.

Εξίσου πανταχού παρούσα στις γειτονιές των αστών είναι η μορφή του δικού μας Αη-Βασίλη. Πρόκειται, για την ακρίβεια, για τον δυτικό Santa Claus, που όπως φανερώνει (με λίγη προσπάθεια, ομολογουμένως!) το αγγλικό όνομά του, δεν είναι άλλος από τον Άγιο Νικόλαο, που γεννήθηκε στα Μύρα της Λυκίας. Στα τουρκικά ονομάζεται Νοέλ-Μπαμπά, «πατέρας των Χριστουγέννων», όνομα που από μόνο του αναιρεί κάθε προσπάθεια άρνησης των χριστιανικών-ευρωπαϊκών καταβολών των εορτασμών.

Αν δεν φθάνουν όλα αυτά για να ξενίσουν τον δυτικό επισκέπτη, σίγουρα θα νιώσει πολιτιστικό σοκ βλέποντας πολλούς να μασκαρεύονται για να υποδεχθούν το νέο έτος! Οι περισσότεροι εξ αυτών φορούν απλώς μάσκες και φαντεζί καπέλα. Πόσες φορές όμως δεν είδα στους δρόμους του Πέραν νέους και νέες να πηγαίνουν σε ρεβεγιόν μεταμφιεσμένοι, σαν να πήγαιναν σε bal masqué!

Την Πρωτοχρονιά δεν την εορτάζουν όλοι οι Τούρκοι. Θυμάμαι πόσο είχα καταντραπεί την Πρωτοχρονιά εκείνη του 2002, όταν τηλεφώνησα να ευχηθώ σε έναν φίλο που προερχόταν –όπως γνώριζα– από λαϊκή και θρήσκα οικογένεια. Παρά το περιβάλλον των γονέων του, ο Σ. και ξενυχτούσε σε μπαρ και έπινε. Όταν όμως του τηλεφώνησα, λίγο μετά τις δώδεκα, κατάλαβα πως τον ξύπνησα. «Ξέρεις, εμείς στο σπίτι μου δεν γιορτάζουμε και έπεσα να κοιμηθώ». Χαθήκαμε γρήγορα αφότου εγκαταστάθηκα στην Πόλη –ο διαφορετικός τρόπος ζωής μας χώριζε αντί να μας ενώνει.

Έκτοτε εκείνα που μου φαίνονταν παράδοξα απέκτησαν την εικόνα του οικείου, του δεδομένου. Ή, τέλος πάντων, τα περισσότερα. Ακόμη θυμάμαι την –για μένα– σουρεαλιστική συνήθεια από το χρόνο εκείνο που δίδασκα αγγλικά σε ένα νηπιαγωγείο, σε μια γειτονιά νεόπλουτων της ασιατικής Πόλης. Τα παιδάκια μου ζητούσαν, στο πεντάλεπτο της μουσικής, να τους παίζω το Jingle Bells, από το φθινόπωρο που ξεκινήσαμε ως το καλοκαίρι. «Μα αυτό τους παίζουν όλοι οι δάσκαλοι», μου είχε πει έκπληκτη με την απορία μου η υποδιευθύντρια.

Μία παράδοση καινοφανής

Η παράδοση των εορτασμών για το νέο ημερολογιακό έτος είναι κάτι σχετικά πρόσφατο στην Τουρκία. To 1829, σημειώνει ο ιστορικός Refik Halid Karay, ο Βρετανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη οργάνωσε χοροεσπερίδα, όπου προσκάλεσε και Οθωμανούς κρατικούς λειτουργούς. Έκτοτε έγινε συνήθεια μέλη της Οθωμανικής γραφειοκρατίας και ανώτατης τάξης να συμμετέχουν στους εορτασμούς του «χριστιανικού Νέου Έτους», που οργάνωναν ξένες πρεσβείες αλλά και τα κατά τόπους προξενεία και η μεγαλοαστική τάξη των χριστιανών.

Η Τούρκισσα πολιτικός Hasene Ilgaz (1909-2000) έγραφε πως κατά τη δεκαετία του 1920 οι μουσουλμάνοι θυμούνταν το «χριστιανικό Νέο Έτος» από τα δώρα που τους έστελναν χριστιανοί φίλοι. Οι δε Εβραίοι, θυμάται η Λίνα Καστοριάνο, συνταξιούχος έμπορος, αναφέρονταν στην Πρωτοχρονιά ως «Εμπορικό Νέο Έτος», γιατί με αυτό ξεκινούσε η καταχώρηση στα εμπορικά βιβλία. Ως «Πρωτοχρονιά» αναφερόταν το Ρος Α-Σανά .

Οι μουσουλμάνοι της Πόλης, σημειώνει ο Refik Halid Karay, έμαθαν τους δημόσιους εορτασμούς της Πρωτοχρονιάς κατά τη Συμμαχική Κατοχή της ΠόληςOccupation of Constantinople (1918-1923). Αναφέρονταν σε αυτήν ως «φράγκικη (ευρωπαϊκή) Πρωτοχρονιά». Τότε πρωτοείδαν το έθιμο της γενικής συσκότισης πριν την αλλαγή του χρόνου αλλά και των πανηγυρισμών με ντουντούκες από τα αγκυροβολημένα στον Κεράτιο και τον Γαλατά πλοία. Τότε πρέπει να είδαν πρώτη φορά οι περισσότεροι και τα χριστουγεννιάτικα δένδρα. Οι Ρωμιοί και οι Αρμένιοι δεν είχαν το έθιμο του στολισμού τους και μόνο οι Λεβαντίνοι «στόλιζαν δένδρο», στα σπίτια και τα καταστήματά τους.

Η μεγάλη αλλαγή πραγματοποιήθηκε το 1926, όταν –στα πλαίσια των πολιτικών εκσυγχρονισμού– ο Ατατούρκ καθιέρωσε το γρηγοριανό ως επίσημο ημερολόγιο. Η Πρωτοχρονιά του 1927 εορτάσθηκε για πρώτη φορά με μεγαλοπρέπεια από το κράτος, που οργάνωσε δημόσιες εκδηλώσεις στις μεγάλες πόλεις. Η Πρωτοχρονιά, ωστόσο, καθιερώθηκε ως αργία μόλις το 1935.

«Η έλλειψη σχετικών παραδόσεων των Τούρκων άνοιξε το δρόμο για την εισαγωγή εθίμων από τη δυτική παράδοση», μου εξηγεί ο Τανέρ, δημοσιογράφος. «Η κεμαλική διακυβέρνηση της νεοσύστατης δημοκρατίας βρήκε ευκαιρία να δημιουργήσει τις δικές της εορτές, εθνικές –δηλαδή κοσμικές– πλάι στις παραδοσιακές θρησκευτικές. Η Πρωτοχρονιά πρέπει να θεωρηθεί υπό αυτό το πρίσμα».

“Σαλάτα” χριστουγεννιάτικων και πρωτοχρονιάτικων εθίμων

«Η Πρωτοχρονιά, όπως καθιερώθηκε την εποχή εκείνη, εξελίχθηκε σε ένα μείγμα παραδόσεων των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς όπως εορτάζονται στη Δύση», εξηγεί ο δημοσιογράφος φίλος μου. «Η Πρωτοχρονιά μας είναι μια μετάθεση των εθίμων των Χριστουγέννων κατά μία εβδομάδα!». Έτσι, στη μυθολογία της τουρκικής Πρωτοχρονιάς, το δένδρο στολίζεται λίγες μέρες πριν αλλάξει ο χρόνος, ώστε ο Νοέλ Μπαμπά να αποθέσει κάτω του τα δώρα.

Τα εμπορικά κέντρα, πολλά καταστήματα αλλά και είσοδοι πολυκατοικιών στις εύπορες και δυτικότροπες συνοικίες διακοσμούνται με δένδρα, με γιρλάντες και άλλα στολίδια οικεία σε μας από τα Χριστούγεννα. Την τιμητική του έχει ο Noέλ Μπαμπά, που γίνεται ανάρπαστος ακόμα και στα παζάρια των λαϊκών συνοικιών της Παλιάς Πόλης. Στους δρόμους του Πέραν, του Γαλατά και του Νισάντασι μικροπωλητές πωλούν κλαδιά από ου, τα κόκκινα φρουτάκια του οποίου είναι απαραίτητα στη διακόσμηση του τραπεζιού. Είναι γνωστά εδώ ως kokina, κατάλοιπο της παρουσίας της πολίτικης ρωμιοσύνης…

Η εξήγηση που δίνουν πολλοί για το δημοφιλές της χριστουγεννιάτικης σημειολογίας είναι πως η παγκοσμιοποίηση έχει απεκδύσει τα Χριστούγεννα από κάθε θρησκευτική αναφορά, μετατρέποντάς τα σε εκδήλωση χαράς και καταναλωτισμού. «Για τον Τούρκο αστό, τα χριστουγεννιάτικα δένδρα, οι Αη-Βασίληδες και τα κόκκινα δεν είναι παρά άλλη μία έκφανση του δυτικού τρόπου ζωής, που τόσο εκτιμά και τόσο θέλει να μιμηθεί», εξηγεί ο Μεμέτ, καλλιτέχνης, συγγραφέας και άθεος. «Το ίδιο ισχύει και για την εορτή του Αγίου Βαλεντίνου, που γιορτάζεται εδώ με μεγαλύτερο σθένος –μανία θα έλεγα– απ’ ό,τι σε πολλές χριστιανικές χώρες, π.χ. των Βαλκανίων».

Ωστόσο, δεν είναι μόνον οι δυτικότροποι αστοί που έχουν υιοθετήσει τη χριστουγεννιάτικη ξενομανία. Ιδίως όσον αφορά τον Νοέλ Μπαμπά, ελάχιστοι Τούρκοι γνωρίζουν ακριβώς ποιον απεικονίζουν οι μορφές με την κοιλιά, το κόκκινο σκουφί και τη γενειάδα, πολλοί όμως γοητεύονται από το μύθο του. Στις αγορές και τα χάνια της παλιάς Πόλης, εντός των βυζαντινών τειχών και στις υπόγειες διαβάσεις του τραμ, πλανόδιοι εκθέτουν πλαστικούς Μπαμπά Νοέλ, τεχνητά μικρά έλατα και λαμπιόνια σε ένα κοινό θρήσκων μουσουλμάνων.

Πριν από μερικά χρόνια, λίγο πριν την Πρωτοχρονιά, είχα εντυπωσιασθεί βλέποντας γυναίκες με τσαντόρ και άνδρες με ισλαμικές γενειάδες και ενδυμασία «του ιμάμη» να αγοράζουν μορφές του Αγίου για τα παιδιά τους. «Είναι μια παράδοση πως ο παππούλης αυτός φέρνει δώρα στα παιδάκια, γι’ αυτό τον αγαπούν», μου είπε ένας νεαρός πατέρας με ισλαμική περιβολή, φορτωμένος με πλαστικούς Αη-Βασίληδες για τα τέσσερα παιδιά του.

Στην Πόλη οι στολισμοί είναι πάντοτε λαμπροί αλλά και κακόγουστοι. Η Ιστικλάλ, η άλλοτε Μεγάλη Οδός του Πέραν και κυριότερος πεζόδρομος της Πόλης, φωταγωγείτο ανέκαθεν με εορταστικά λαμπιόνια. Μια φορά, δεν θυμάμαι πότε, η δημαρχία αποφάσισε πως ο πρωτοχρονιάτικος στολισμός της Ιστικλάλ ήταν τόσο φαντασμαγορικός και χάρμα οφθαλμών, ώστε δεν τον αφαίρεσε και είχαμε Πρωτοχρονιά κάθε βράδυ για χρόνια. Φέτος, το κιτς μοτίβο στα λαμπιόνια είναι τα μπλε «μάτια» για το κακό. Και η Τουρκία, ομολογουμένως, θα χρειαστεί όχι «μάτια» αλλά θαύματα προκειμένου να βγει από το πολιτικό και γενικότερο χάλι στο οποίο βρέθηκε.

Οι διασκεδάσεις των Τούρκων την παραμονή δεν είναι και πολύ διαφορετικές από τις δικές μας. Η βραδιά εορτάζεται παραδοσιακά σε οικογενειακό κύκλο, με ένα γεύμα το κύριο πιάτο του οποίου είναι εντελώς ξενόφερτο –γαλοπούλα! Το μόνο κάπως τοπικό στοιχείο είναι η γέμισή της: χρησιμοποιείται συνήθως ιτς πιλάφ, ένα πιλάφι με κουκουνάρι, σταφίδες και κανέλα. Ενίοτε προσθέτουν και κομματάκια συκώτι, προς μεγάλη μου αηδία, ή βρασμένα κάστανα.

Έτσι, πριν την Πρωτοχρονιά, οι βιτρίνες των χασάπικων γεμίζουν γαλοπούλες, ένα έδεσμα που οι περισσότεροι Τούρκοι δεν τρώνε ποτέ άλλοτε. Καθώς ελάχιστοι γνωρίζουν πώς να τη μαγειρέψουν καλά, πολλά εστιατόρια, catering και ντελικατέσεν ετοιμάζουν και διανέμουν γαλοπούλες μαγειρεμένες κατόπιν παραγγελίας. Οι οικογένειες που δεν έχουν την οικονομική άνεση να αγοράσουν την υπερτιμημένη γαλοπούλα, την αντικαθιστούν με κοτόπουλο. Παραδοσιακοί μεζέδες όπως ντολμαδάκια και πίτες προπορεύονται της γαλοπούλας. Η μέση τουρκική οικογένεια γευματίζει νωρίς, κατά τις επτά, έτερο στοιχείο που ξενίζει τους Έλληνες και τους περισσότερους μεσογειακούς.

Πολλοί μετρούν αντίστροφα για την αλλαγή του χρόνου, ενώ κλείνουν όλα τα φώτα για να τα ξανανάψουν με το νέο έτος. Πολλοί ανοίγουν όλες τις βρύσες του σπιτιού μόλις αλλάξει ο χρόνος, και τις αφήνουν να τρέξουν –το νερό που τρέχει συμβολίζει την αφθονία των αγαθών που εύχονται για τις μέρες που θα έλθουν. Αρκετά διαδεδομένη είναι η παράδοση να σπάνε κάτι αμέσως μετά την αλλαγή, κάποιοι μάλιστα εκτοξεύοντάς το από το παράθυρο (έθιμο που, ομολογώ, υιοθέτησα με περισσή ευχαρίστηση).

Πολλά αυτοκίνητα κορνάρουν δαιμονισμένα. Η δημαρχία, μεγάλα ξενοδοχεία και κάποια εστιατόρια οργανώνουν πυροτεχνήματα. Συνήθως μετά την αλλαγή του χρόνου ο κόσμος ανταλλάσσει δώρα.

Μια γιορτή οικογενειακή, στο σπίτι

Οι Τούρκοι βγαίνουν για διασκέδαση πολύ λιγότερο από ό,τι οι μεσογειακοί λαοί. Αν και οι νέοι της αστικής τάξης των μεγαλουπόλεων συχνά αφήνουν το οικογενειακό τραπέζι μετά την αλλαγή του χρόνου για να εορτάσουν με φίλους σε κέντρα, οι περισσότεροι Τούρκοι μένουν σπίτι. Στο οικογενειακό τραπέζι κεντρική θέση έχει η τηλεόραση και οι περισσότεροι θυμούνται τις cult εορταστικές εκπομπές του παρελθόντος, που σε γενικές γραμμές θύμιζαν –και θυμίζουν– τις δικές μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: