Η φιλάνθρωπη συμπεριφορά του Τρύφωνος και τα θαυμαστά έργα που επιτελούσε γρήγορα διαδίδονται. Το όνομα του νεαρού Τρύφωνος είχε ξεπεράσει τα σύνορα της πατρίδος του. Ταξίδεψε και σε άλλες πόλεις και χώρες και έφτασε μέχρι και την Ρώμη την πρωτεύουσα της Ρωμαικής Αυτοκρατορίας. Μέχρι και στο παλάτι του πανίσχυρου Καίσαρα.
Περί το 240 μ.Χ. βασίλευε στη Ρώμη ο Γορδιανός Γ’, ο οποίος ήταν ειδωλολάτρης. Φρόνιμος όμως και συνετός άνθρωπος δεν παρουσίαζε την κακία και την θυριώδη εξαλλωσύνη των άλλων Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Ο αυτοκράτορας Γορδιανός, λοιπόν, είχε μια μονάκριβη κόρη με εξαιρετικά χαρίσματα. Πολύ όμορφη, μορφωμένη, συνετή καό φρόνιμη. Πολλοί άρχοντες της πόλεως την αγαπούσαν και την ήθελαν για γυναίκα τους. Μα εκείνος δεν ήθελε να την αποχωριστεί, τουλάχιστον προσωρινά. Γι’ αυτό την έκλεισε στα ανάκτορα, να μη την βλέπουν οι άνθρωποι. Μέσα σ’ αυτό το κορίτσι και στην ψυχή του μπήκε ο διάβολος και το βασάνιζε μέρα και νύχτα. Προσπαθούσε να την ρίξει μέσα στη φωτιά και μέσα στο νερό. Κινδύνευε από ώρα σε ώρα να πεθάνει και δοκίμαζε μεγάλη περιφρόνηση από όλους.
Υπέφεραν οι γονείς της. Μαράζωναν από τον καϋμό τους και την στεναχώρια τους. Έτρεξαν παντού να την θεραπεύσουν. Πήγαν σε όλους τους γιατρούς, έκαναν όλα τα γιατροσόφια και δοκιμασαν όλα τα βότανα και τα φάρμακα. Δυστυχώς καμμιά θεραπεία. Μέσα σ’ αυτή την απελπισία και την απόγνωση χύθηκε μια ηλιαχτίδα φωτός. Προερχόταν από τον ίδιο το δαίμονα που είχε φωλιάσει μέσα της και φώναζε:
– Όλα σας τα τρεξίματα και όλοι οι κόποι σας θα πάνε χαμένα. Εάν δεν έρθει ο Τρύφων, που έχει μεγάλη εξουσία επάνω μου, για να με διώξει, εγώ δεν πρόκειται να φύγω από μέσα της.
Παράλληλα έφθασε στα ανάκτορα ένας χριστιανός πατέρας πονετικός , έμαθε το δράμα του αυτοκράτορα και ζήτησε ακρόαση.
– Είμαι πατέρας είπε του αυτοκράτορα και είχα και εγώ άρρωστο το κορίτσι μου. Αισθάνομαι, λοιπόν, τον πόνο σου και ήρθα να σου πω κάτι πολύ ευχάριστο. Υπάρχει γιατρός για την αρρώστια της κόρης σου. Είναι ο Τρύφων, το παιδί με τις χήνες στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Είναι άγνό και θαυματουργό παλληκάρι. Δεκαεφτά χρονών είναι τώρα και κάνει θαύματα στ’ αμπέλια και στα χωράφια και στα δένδρα, μα και στους ανθρώπους.
Άμέσως τότε ο αυτοκράτωρ έστειλε ανθρώπους να ψάξουν στις πόλεις και τα χωριά για να βρούνε τον Τρύφωνα. Υπόσχονταν μάλιστα χρυσάφι αναρίθμητο και άλλα βασιλικά χαρίσματα σ’ εκείνον, που θα τον έφερνε μπροστά του. Στρατιώτες απεσταλμένοι του αυτοκράτορα, με διαταγή του Χιλίαρχου Αριστόβουλου, άρχισαν να τρέχουν παντού. Φθάσανε και στη Λάμψακο. Τον βρήκανε εκεί να βόσκει χήνες. Τους πλησίασε χωρίς καν εκείνοι να τον ρωτήσουν (φωτιζόμενος από το Άγιο Πνεύμα) και τους είπε:
– Εγώ είμαι ο Τρύφων, που ζητάτε.
Εκείνοι μείνανε κατάπληκτοι και με μεγάλη χαρά τον πήγανε στον έπαρχο της περιοχής, στον Πομπηιανό. Από εκεί του έκαμαν μεγάλες τιμές. Τον ανεβάσανε μετά σε άλογο βασιλικό και έφυγαν ολοταχώς για τη Ρώμη. όταν πλησίαζαν να φθάσουν στη Ρώμη, από την οποία τους χώριζαν τρεις μέρες δρόμος, ο δαίμονας μυρίστηκε τον ερχομό του και άρχισε να βασανίζει περισσότερο το κορίτσι. Ύστερα δείχνοντας την θλίψη του έλεγε:
– Αλλοίμονο σε μένα. Δε με αφίνει πιά ο Τρύφων να μένω εδώ μέσα. Με διώχνει από αυτό το σπίτι μου. Δε θα μείνω ακόμη, παρά τρεις μέρες. Να! όπου νάναι έρχεται ο Τρύφων. Και ενώ ούρλιαζε απογοητευμένος ο δατανάς, βασάνιζε την κόρη που σπαρταρούσε σαν το ψάρι και χτυπιόταν απελπισμένα. Έπειτα προτού ακόμη φτάσει ο άγιος, ο σατανάς έφυγε, γιατί δεν μπορούσε ούτε καν να αντικρύσει κατά πρόσωπο τον άγιο Τρύφωνα.
Την τρίτη ημέρα έφτασε ο άγιος. Τότε ο βασιλιάς τον υποδχτηκε με μεγάλη χαρά και του έκαμε μεγάλες τιμές γιατί και από μακρυά είχε ήδη κάνει καλά το κορίτσι του.
Για να βεβαιωθεί στη συνέχεια ο βασιλιάς, παρακάλεσε τον άγιο να του δείξει τον δαίμονα, να τον δεί με τα μάτια του και να τον ρωτήσει, γιατί μπήκε στην κόρη του και για διάφορα άλλα ζητήματα. Τότε ο άγιος νήστεψε έξι ημέρες και προσευχότανε στο Θεό να τον βοηθήσει. Την εβδόμη ημέρα το πρωί, όταν ξημέρωσε, συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της πόλης στο θέατρο, καθώς και ο αύτοκράτορας με τους ακολούθους του και όλους τους μεγιστάνες και τους άρχοντες.
Και ο Τρύφων με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος και με πίστη ισχυρή κ’ ακράδαντη στο Θεό, κάλεσε τον δαίμονα σαν να τον έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του και του λέει:
– Εις το όνομα του Ιησού Χριστού σε προστάζω να φανείς εδώ μπροστά μας, να δούμε όλη την ασχήμια σου και πόσο αδύναμος και ανίσχυρος είσαι απέναντι του Θεού.
Μόλις ο άγιος είπε αυτά τα λόγια παρουσιάζεται ένα σκυλί μαύρο, σιχαμερό και απαίσιο με μάτια κατακόκκινα σαν τη φωτιά και το κεφάλι σκυμμένο στη γη.
– Πες μας, τρισκατάρατε, του λέει τότε ο άγιος, ποιος σε διέταξε να κατοικήσεις σ’ αυτή την κόρη και πως τολμάς, να ατιμάζεις το τίμιο πλάσμα του Θεού και να βασανίζεις τους ανθρώπους;
Και ο δαίμονας, σαν να τον πλήγωναν με βέλη τα λόγια του Τρύφωνος, απάντησε με δυσκολία λέγοντας :
– Ο πατέρας μου με έστειλε να την βασανίσω.
– Και ποια εξουσία έχετε, εσείς, πάνω στα πλάσματα του Θεού;
Και ο δαίμονας πιεζόμενος από τη θεία δύναμη, χωρίς να το θέλει, ομολόγησε μπροστά σε όλους τούτα τα λόγια:
– Εμείς, βέβαια, δεν έχουμε καμμιά εξουσία να βασανίζουμε τους Χριστιανούς, που πιστεύουν στον Παντοδύναμο Θεό και στον Υιό Του τον Ιησού Χριστό, τον οποίο ο Πέτρος και ο Παύλος εδώ σ’ αυτή την πόλη κήρυξαν. Και όχι μόνο δεν τους πειράζουμε, αλλά βλέποντας τους πιστούς αυτούς από μακρυά, φεύγουμε και χανόμαστε από μπροστά τους. Έχουμε αξουσία και δύναμη να βασανίζουμε μονάχα όσους βρίσκουμε να αγαπούν τα έργα μας. Τέτοιοι είναι οι ειδωλολάτρες, οι βλάσφημοι, οι μοιχοί, οι φονιάδες, αυτοί που ασχολούνται με τα μάγια, οι υπερήφανοι, και όλοι οι όμοιοί τους, που απομακρύνονται από το Θεό και κόβουν κάθε σχέση μαζί Του. Αυτοί μόνοι τους φεύγουν από το Θεό, με τις αμαρτίες τους και έρχονται στο δικό μας στρατόπεδο. Αυτούς μόνο πειράζουμε, γιατί κάνουν όσα αρέσουν σε μας και περιφρονούν το θέλημα του Θεού.
Ακούγοντας όλα αυτά, όσοι βρίσκονταν εκεί, θαύμασαν αλλά και φοβήθηκαν. Πολλοί ειδωλολάτρες πίστεψαν στον Χριστό, αλλά και οι πιστοί στερεώθηκαν περισσότερο στην πίστη, σαν άκουσαν αυτά. Ο δαίμονας επιτιμήθηκε μετά από τον άγιο και έγινε άφαντος.
Ο αυτοκράτορας σαν είδε και άκουσε τόσα θαυμαστά πράγματα, θαύμασε τον Τρύφωνα και τον ετίμησε με το παραπάνω, όπως έπρεπε. Του έκανε πολλές δωρεές και διέταξε τον έπαρχο Πομπηιανό μαζί με άλλους άρχοντες να τον οδηγήσουν στον τόπο του.
Με διαταγή του αυτοκράτορα ο χιλίαρχος Αθηνόδωρος ετοίμασε αυτοκρατορική άμαξα για τον Τρύφωνα και άλλες για τον έπαρχο Πομπηιανό και τους άλλος άρχοντες και τιμητικό απόσπασμα ιππέων της ανακτορικής φρουράς.
Στην επιστροφή του ο άγιος μοίρασε στους φτωχούς, που συναντούσε στο δρόμο, όλα τα χρήματα, που του χάρισε ο αυτοκράτορας, χωρίς να κρατήσει τίποτα για τον εαυτό του.
Και όταν έφθασε στο σπίτι του, ζούσε όπως και πρώτα. Ξαναδόθηκε στις δουλιές του, στις χαρές του και στις αγάπες του. Θεράπευε τα αμπέλια, τους αγρούς, τα δένδρα και τους ανθρώπους περισσότερο, με την προσευχή του, τόσο που τον έλεγαν πιά όλοι γιατρό. Ο θαυματουργός γιατρός της Λαμψάκου.
Το κύριο έργο του όμως ήταν να οδηγεί τους πλανεμένους στην αλήθεια. Να διαδίδει την πίστη του Χριστού και να φέρνει τον κόσμο κοντά Του.
ekklisiaonline.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου