20 Μαρτίου 2022

Ευαγγέλιο Κυριακής 20 Μαρτίου 2022 – Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Ο Γρηγόριος Παλαμάς γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη από αριστοκρατική γενιά. Οι Μικρασιάτες γονείς του, Κωνστάντιος και Καλλονή [2] γεννήθηκαν στη Μικρά Ασία, όμως την εγκατέλειψαν λόγω της τουρκικής προέλασης και κατέφυγαν στην βυζαντινή πρωτεύουσα[3]. Ο Γρηγόριος είχε πέντε αδέλφια, τον Μακάριο, τον Θεοδόσιο, την Επίχαρη και τη Θεοδότη[4]. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Παλαμάς, ήταν συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής. Ο Ανδρόνικος Β' εκτίμησε τόσο πολύ τα προσόντα του ώστε του ανέθεσε την εκπαίδευση του εγγονού του Ανδρόνικου Γ'[5]. Ο πατέρας του πέθανε αφού δέχθηκε στην επιθανάτια κλίνη του τη μοναχική κουρά[6], όταν ο Γρηγόριος ήταν επτά ετών, οπότε περιήλθε υπό την προστασία του αυτοκράτορα. Οι κοσμικές σπουδές του περιλάμβαναν κυρίως τα κλασικά trivium και quatrivium[7]. Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης γραμματική, ρητορική, φυσική, λογική[8] και με δάσκαλο τον Θεόδωρο Μετοχίτη μελέτησε ιδιαίτερα τη φιλοσοφία. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών του ανατέθηκε να συντάξει και να εκφωνήσει πραγματεία περί του Αριστοτέλη ενώπιον του Θεόδωρου Μετοχίτη και του Ανδρόνικου Β'[5][9].

Μοναστική σταδιοδρομία

Αν και ο αυτοκράτορας τον προόριζε για υψηλά κρατικά αξιώματα, εκείνος άρχισε να ασχολείται με την άσκηση και την ασκητική φιλολογία. Η μοναστική του κλίση καλλιεργήθηκε από τις συναναστροφές του με διάσημους μοναχούς στην βυζαντινή πρωτεύουσα[10]. Ο Θεόληπτος Φιλαδελφείας τον μύησε στην νοερά προσευχή, ενώ ο Γρηγόριος σε ηλικία ούτε είκοσι ετών αποσύρθηκε στη μοναστική ζωή, πείθοντας να κάνουν το ίδιο και μέλη της οικογένειάς του: η μητέρα του Καλή, οι δύο αδελφές Επίχαρη και Θεοδότη και τα άλλα δύο αδέλφια του, Μακάριος και Θεοδόσιος[11]. Αρχικά μετέβη στο όρος Παπίκιο της Θράκης και μετά σε διάφορες τοποθεσίες στον Άθω: στο Βατοπέδι -υπό την καθοδήγηση του ησυχαστή Νικοδήμου- στο κοινόβιο της Μεγίστης Λαύρας, όπου ονομάστηκε ψάλτης από τον εκεί ηγούμενο, και στο τέλος τριών ετών ερημίτης στην Γλωσσία, υπό την καθοδήγηση του μοναχού Γρηγορίου[12]. Σύμφωνα με φιλοπαλαμικές πηγές[13], λόγω επιδρομών Τούρκων πειρατών στην περιοχή του Άθω θέλησε να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα και στο Σινά[14] αλλά στάθμευσε στη Θεσσαλονίκη. Οι κατοπινοί πολέμιοί του θεώρησαν ως αίτιο φυγής του τον φόβο να μη θεωρηθεί μεσσαλιανιστής[13], επειδή οι τελευταίοι παρέβλεπαν τα ιερά μυστήρια για να αφοσιωθούν αποκλειστικά στην προσευχή[15]. Κατά τους πολέμιούς του στη διάρκεια της παραμονής του στα μοναστήρια του Παπικίου ήλθε σε επαφή με Βογομίλους[α], οι οποίοι αρκούνταν στο Πάτερ ημών, το οποίο έλεγαν επτά φορές την ημέρα και πέντε φορές τη νύχτα[17]. Ήλθε σε επαφή μαζί τους μόνο για να τους προσηλυτίσει κατά τον Φιλόθεο Κόκκινο, εγκωμιαστή του Παλαμά[18], ενώ επίσης ήδη από τα πρώτα βήματά του στον μοναχισμό συγκρούσθηκε με αυτούς.

Το 1326 χειροτονήθηκε ιερέας στη Θεσσαλονίκη από τον τότε Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης και μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα[19]. Στη Θεσσαλονίκη έγινε μέλος ενός είδους πνευματικού κύκλου, εμπνευστής του οποίου ήταν ο Ισίδωρος, μαθητής του Γρηγορίου Σιναΐτου και ο οποίος αποσκοπούσε στην διάχυση της άσκησης της προσευχής εκτός μοναστηριών[20]. Αργότερα αναχώρησε μαζί με δέκα ακόμα ιερείς για τη Βέροια, όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια, εφαρμόζοντας αυστηρή μόνωση. Ο θάνατος της μητέρας του τον απομάκρυνε προσωρινά στην Κωνσταντινούπολη και οι Σερβικές επιδρομές στην Βέροια τον έστειλαν οριστικά το 1331 στο Άγιο Όρος.

Ο μεταρρυθμιστικός του ζήλος και η αυστηρότητα της άσκησής του[21] τον έφεραν σε σύγκρουση με τους μοναχούς και αποτραβήχτηκε περί το 1335 στο ησυχαστήριό του στον Άγιο Σάββα[22]. Αργότερα έγινε ηγούμενος στην μονή Εσφιγμένου[23].

Η ησυχαστική έριδα

Κύριο λήμμα: Ησυχαστική έριδα

Περί το 1337, ο Ησυχασμός προσέλκυσε την προσοχή ενός λογίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, του Βαρλαάμ, ενός μοναχού από την Καλαβρία που είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη περίπου επτά χρόνια νωρίτερα. Αντιδρώντας στις επικρίσεις για τα θεολογικά του κείμενα ότι ο Γρηγόριος Παλαμάς είχε επικοινωνήσει μαζί του, ο Βαρλαάμ συνάντησε Ησυχαστές και άκουσε περιγραφές των πρακτικών τους. Εκπαιδευμένος στην Δυτική Σχολαστική θεολογία, ο Βαρλαάμ σκανδαλίστηκε από τις περιγραφές που άκουσε και έγραψε πολλές πραγματείες, με τις οποίες γελοιοποιούσε τις πρακτικές αυτές. Ο Βαρλαάμ αμφισβήτησε, ως αιρετικό και βλάσφημο, το δόγμα των Ησυχαστών ως προς την φύση του ακτίστου φωτός, πανομοιότυπου με εκείνο που είχε φανεί στους μαθητές του Ιησού στην Μεταμόρφωσή Του στο Όρος Θαβώρ, η εμπειρία του οποίου ήταν ο στόχος της πρακτικής των Ησυχαστών. Οι πληροφοριοδότες του είπαν ότι αυτό το φως δεν ήταν θεϊκής ουσίας, αλλά θεωρούνταν ότι είχε άλλη υπόσταση. Ο Βαρλαάμ θεώρησε αυτήν την έννοια πολυθεϊστική, καθώς υπαινίσσεται δύο αιώνια όντα, έναν ορατό (αμετάβλητο) και έναν αόρατο (υπερβατικό) Θεό.

Ο Γρηγόριος Παλαμάς ενεπλάκη στην έριδα καθώς κλήθηκε από τους αδελφούς του μοναχούς στο Άγιο Όρος να υπερασπιστεί τον Ησυχασμό από τις επιθέσεις του Βαρλαάμ. Καλά μορφωμένος στην ελληνική φιλοσοφία (διαλεκτική μέθοδο) και ως εκ τούτου ικανός να υπερασπίσει τον Ησυχασμό με μεθόδους που χρησιμοποιούνταν και στη Δύση, ο Παλαμάς τον υπερασπίστηκε με μια σειρά Συνόδων στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και με μια σειρά έργων.

Επανάσταση στη Θεσσαλονίκη

Στη Θεσσαλονίκη το το 1342 είχε εκδηλωθεί κίνημα, κατά της ανάρρησης του Καντακουζηνού στον θρόνο, κατευθυνόμενη από τους Ζηλωτές. Οι Ζηλωτές ήταν υποστηρικτές των Παλαιολόγων και πολέμιοι των Καντακουζηνών που ήθελαν ενίσχυση της κεντρικής κυβέρνησης, ενώ η Θεσσαλονίκη με τους Ζηλωτές ήθελε αυτονομία.[24] Επειδή ο Παλαμάς ήταν φιλικά διακείμενος στον Καντακουζηνό, δεν έγινε δεκτός ως αρχιεπίσκοπος, παρά την κατοπινή συμφιλίωση των δύο αυτοκρατόρων. Έτσι, μετέβη ξανά στο Άγιον Όρος και κατόπιν στη Λήμνο, που ήταν αποίμαντη εκείνο το διάστημα και ανέλαβε έκτακτες ποιμαντικές μέριμνες. Στο νησί της Λήμνου συνέγραψε αρκετά από τα θεολογικά του έργα ενώ δίδαξε στους κατοίκους τον βίο και τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου μεριμνώντας παράλληλα για την ανακούφιση του πληθυσμού από την πανώλη. Ακολούθως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη.

Σε μια νέα προσπάθειά του να μεταβεί στην εκκλησιαστική έδρα του οι Ζηλωτές αξίωσαν να μην μνημονεύει τον Καντακουζηνό στη λειτουργία, αλλά αρνήθηκε και μόνο ύστερα από την κατάληψη της πόλης από τον Καντακουζηνό, μετά τρία έτη από τη χειροτονία του δηλαδή ο Παλαμάς εισέρχεται στη Θεσσαλονίκη.[25] Εκφωνεί την ποιμαντική ομιλία του με τίτλο Περί της προς αλλήλους ειρήνης τρεις ημέρες μετά την είσοδό του στην πόλη. Τηρεί ίσες αποστάσεις από τις συγκρουόμενες μερίδες και αποδίδει την μεταξύ τους διαμάχη «στο μίσος που υπεισήλθε στις καρδιές των ανθρώπων συνεργεία του πονηρού» Ο Παλαμάς υπαινίσσεται πως οι έχοντες ήταν τα θύματα των μη εχόντων, οι κρείττονες του χείρονος μέρους. Όπως επισημαίνει ο Ευάγγελος Χρυσός, «με τις επισημάνσεις αυτές αγγίζει τα όρια της προσχώρησης στη μια από τις εμφύλιες παρατάξεις[...]»[26] Για τον Παλαμά αιτία της διχόνοιας είναι η αμαρτία, ο αρχηγός της κακίας ενοικεί στους στασιάρχες και στασιαστές καθιστώντας τους ανυπάκουους στους επίγειους βασιλείς κάτι που συνιστά βαρύτατο ολίσθημα.[27] Αφού εκφωνεί τον ενωτικό λόγο του, οι εχθροί και οι αντίπαλοί του που του είχαν δημιουργήσει τόσα προβλήματα σπεύδουν, σύμφωνα με τον Φιλόθεο Κόκκινο, με δάκρυα στα μάτια να ζητήσουν συγγνώμη.[28] Για τον πρωτοπρεσβύτερο Γεώργιο Μεταλληνό «Μετά την πτώση των Ζηλωτών, προς τους οποίους ο Παλαμάς φάνηκε ειρηνικός, ο Λαός τον δέχθηκε στη Θεσσαλονίκη (Δεκέμβριος 1350) με πανηγυρισμούς. Ο Παλαμάς καταδίκασε τα εγκλήματα, που είχαν διαπραχθεί από τους Ζηλωτές, αλλά εισήλθε ως ειρηνευτής στη Θεσσαλονίκη,»[29]

Τα τελευταία χρόνια

Ο Μητροπολιτικός Καθεδρικός Ναός Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στην Θεσσαλονίκη (εξωτερικό), έργο του Ερνέστου Τσίλλερ
Ο Μητροπολιτικός Καθεδρικός Ναός Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στην Θεσσαλονίκη (εσωτερικό)
Η λειψανοθήκη του Γρηγορίου Παλαμά στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στη Θεσσαλονίκη.

Από τον Μάρτιο του 1354 έως την άνοιξη του 1355 ο Γρηγόριος Παλαμάς πέρασε ένα χρόνο στη Μικρά Ασία ως αιχμάλωτος των Τούρκων που κατέλαβαν το πλοίο του καθώς ταξίδευε από τη Θεσσαλονίκη στην πρωτεύουσα. Ως αιχμάλωτος μεταφερόταν από τόπο σε τόπο. Από τη Λάμψακο τον μετέφεραν στις Πηγές, μετά στην Προύσα, και ακολούθως στη Νίκαια της Βιθυνίας. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του είχε τρεις θεολογικούς διαλόγους με τους μουσουλμάνους για θέματα πίστεως, δηλαδή για τη διαφορά μεταξύ του Μουσουλμανισμού και του Χριστιανισμού[30]. Εξαγοράστηκε από Σέρβους εμπόρους, ίσως απεσταλμένους του κράλη Στέφανου Δουσάν, ο οποίος πάντοτε επεδίωκε τον προσεταιρισμό του, και επέστρεψε στην επισκοπή του[31].

Μετά την απελευθέρωσή του και μέχρι το θάνατό του από ασθένεια στις 14 Νοεμβρίου του 1359[32] σε ηλικία 63 ετών[33], παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, όπου και αφοσιώθηκε στην άσκηση των ποιμαντικών του καθηκόντων. Νεώτεροι ερευνητές δέχονται ως έτος θανάτου του το 1357[34].

Αγιοκατάταξη

Μετά το θάνατό του έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη πληροφορίες σχετικά με θαύματά του. Ο Γρηγόριος Παλαμάς άρχισε να τιμάται ως άγιος σχεδόν αμέσως μετά το θάνατό του στην Λαύρα και στην Καστοριά. Ο Πατριάρχης ζήτησε ακριβή έκθεση από την Θεσσαλονίκη η οποία του εστάλη. Βάσει της εκθέσεως αυτής, ο διάδοχος του Καλλίστου, Πατριάρχης Φιλόθεος συνέταξε εγκώμιο και ακολουθία[31].

Με συνοδική απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1368) ανακηρύχθηκε και επίσημα Άγιος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Ορισμένες Βυζαντινές Καθολικές Εκκλησίας που βρίσκονται σε κοινωνία με την Ρώμη, τον τιμούν στη θεία λειτουργία, αποκαλώντας τον άγιο, ενώ επανειλημμένα ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ τον ανέφερε ως μεγάλο θεολόγο συγγραφέα[35].

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 14 Νοεμβρίου και κατά τη Β' Κυριακή των Νηστειών, αμέσως μετά από την Κυριακή της Ορθοδοξίας και ως συνέχεια εκείνης[36], επειδή η νίκη επί των Θεωριών τού Βαρλαάμ θεωρείται εφάμιλλη της νίκης κατά των εικονομάχων[37].

Τα λείψανα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά φυλάσσονται στον Μητροπολιτικό Καθεδρικό Ναό της Θεσσαλονίκης, ο οποίος φέρει το όνομά του.

Το 2009, ύστερα από πρόταση της Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε την αγιοκατάταξη και των μελών της οικογένειάς του, των γονέων του Κωνσταντίου και Καλής, και των αδελφών του Θεοδοσίου, Μακαρίου, Επιχάριτος και Θεοδότης. Ημέρα μνήμης τους ορίστηκε η 18η Δεκεμβρίου.[38]

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: