11 Δεκεμβρίου 2023

Μάχη για τη φέτα: Ποιοι κρατούν τα σκήπτρα της αγοράς σε Ελλάδα και εξωτερικό


 Στοιχεία της Circana που έχει στη διάθεσή του το Capital.gr και αφορούν στην πώληση συσκευασμένης φέτας στην εγχώρια αγορά, δείχνουν ότι κυρίαρχος παίκτης είναι η Δωδώνη, η οποία "κρατάει" από πλευράς όγκου πωλήσεων περίπου το 1/3 της αγοράς. Ακολουθούν η Ήπειρος και η Βαλμάς και αμέσως μετά το "Χωριό" της Μινέρβα, με τις δύο τελευταίες ωστόσο να βρίσκονται σε σημαντική απόσταση από τους δύο πρώτους.

Πιο συγκεκριμένα, η πρώτη από πλευράς όγκου πωλήσεων, Δωδώνη, διατηρεί μερίδιο αγοράς 29,1% πανελλαδικά στο τέλος του 2022. Το μερίδιό της στη Βόρεια Ελλάδα είναι 29,5% και στην Ήπειρο, όπου η εταιρεία διατηρεί την έδρα της, το μερίδιό της είναι 64,7%. Θυμίζουμε ότι πρόσφατα η Vivartia απέκτησε και το υπόλοιπο 25% από την S.I. Foods, με αποτέλεσμα αυτήν τη στιγμή να είναι κάτοχος του 100% των μετοχών της.

Σε ό,τι αφορά την Ήπειρος, της οικογένειας Παντελιάδη – Μetro Cash & Carry/My market – το μερίδιό της πανελλαδικά σε όγκο πωλήσεων στο τέλος του 2022 ήταν 24,6%, στη Βόρεια Ελλάδα 13,8% και στην Ήπειρο 11,1%, με κύριο και μεγαλύτερο ανταγωνιστή της να είναι η Δωδώνη.

Η φέτα Βαλμάς απέχει σημαντικά από τη Δωδώνη και την Ήπερο, με πανελλαδικό μερίδιο πωλήσεων σε όγκο 4,8% και σημαντικό ποσοστό των πωλήσεών της να πραγματοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα, όπου το μερίδιό της στη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς ήταν 13,5%.

Το "Χωριό" της Μινέρβα, έχει μερίδιο πανελλαδικά 4,1% (τέλος του 2022) και στη Βόρεια Ελλάδα 4,7%, ενώ ακολουθεί η ΜΕΒΓΑΛ με πανελλαδικό μερίδιο 3,5% και στη Β. Ελλάδα 7,4%, και ο Όλυμπος με πανελλαδικό μερίδιο 2,9% και στη Βόρεια Ελλάδα 0,9%.

Σε ό,τι αφορά την τυροκομική δραστηριότητα της Μινέρβα, θα θυμίσουμε ότι πρόσφατα η εταιρεία προχώρησε στην απόσχιση του συγκεκριμένου κλάδου από τις υπόλοιπες δραστηριότητές της (έλαια και σάλτσες), κίνηση που σηματοδοτεί την αυτόνομη πώληση της δραστηριότητας σε ενδιαφερόμενους επενδυτές κατά το προσεχές διάστημα. Θυμίζουμε εδώ ότι το 2022 η Μινέρβα είχε κινήσει μέσω της Alpha Bank διαδικασία διερεύνησης ενδιαφέροντος για την πώληση του εργοστασίου παραγωγής τυροκομικών που διατηρεί στα Ιωάννινα.

Την πρόθεσή τους για εξαγορά του εργοστασίου είχαν εκδηλώσει τόσο η Ρούσσας, με έδρα τον Αλμυρό, όσο και η Όμηρος, με έδρα τα Τρίκαλα. Διαδικασία ωστόσο που δεν προχώρησε, με τη Μινέρβα να τη διακόπτει και να θέτει σε κατάσταση αναμονής την απόφαση αποεπένδυσης από τον κλάδο των τυροκομικών.

Οι μεγάλες δυνάμεις των εξαγωγών

Την ίδια στιγμή, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα εξαγωγικά προϊόντα της Ελλάδας αποτελεί η φέτα, στην οποία δραστηριοποιείται ένας σημαντικός αριθμός παραγωγικών επιχειρήσεων με διεθνές εκτόπισμα στη διάθεση του εθνικού τυριού. Η πορεία διάθεσης της φέτας στο εξωτερικό είναι ανοδική τα τελευταία χρόνια, κάτι που αποδεικνύουν και τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων για το 2022. Ειδικότερα, οι εξαγωγές φέτας την προηγούμενη χρονιά ανήλθαν από πλευράς τζίρου στα 605 εκατ. ευρώ, έναντι 388 εκατ. ευρώ που ήταν το αντίστοιχο ποσό το 2019, μία χρονιά η οποία θεωρείται συγκρίσιμη λόγω του ότι ήταν πριν την εκδήλωση της πανδημίας, η οποία επηρέασε τις συνθήκες κατανάλωσης στην αγορά.

Στον τομέα των εξαγωγών η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική σε σχέση με την εγχώρια αγορά, όπου ο όμιλος Ελληνικά Γαλακτοκομεία (Όλυμπος), εμφανίζεται να έχει το μεγαλύτερο μερίδιο εξαγωγών φέτας σε ετήσια βάση, καθώς διαθέτει 14.800 τόνους, ενώ ο τζίρος της φέτας το 2022 ήταν 122,7 εκατ. ευρώ από το σύνολο των 493 εκατ. ευρώ που ήταν οι συνολικές πωλήσεις του ομίλου.

Στη δεύτερη θέση από πλευράς ποσοτήτων ακολουθεί η La Farm της οικογένειας Πλεξίδα. Η εταιρεία διαθέτει στο εξωτερικό 10.000 τόνους φέτας κάθε χρόνο. Συνολικά, οι εξαγωγές της εταιρείας αντιστοιχούν στο 92% του τζίρου της, ο οποίος το 2022 ανήλθε στα 85 εκατ. ευρώ.

Ακολουθεί η εταιρεία S.H.M. Hellas – Πήλιον ΑΒΕΕ, θυγατρική της γαλλικής Lactalis, η οποία την έχει εξαγοράσει. Στην προκειμένη περίπτωση οι πωλούμενες ποσότητες ανά τον κόσμο κυμαίνονται σε περίπου 9.000-10.000 τόνους το έτος.

Πηγή: capital

Δεν υπάρχουν σχόλια: