Σύμφωνα με το World Heart Federation, η υψηλή αρτηριακή πίεση είναι ο κύριος αναστρέψιμος παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα.

Επηρεάζει περίπου 1,3 δισεκατομμύρια παγκοσμίως, σκοτώνοντας περίπου 10 εκατομμύρια ανθρώπους τον χρόνο. Χωρίς θεραπεία, η υπέρταση αυξάνει τον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιακής προσβολής και άλλων σοβαρών καρδιαγγειακών παθήσεων.

Επειδή δεν εκδηλώνεται συνήθως με συμπτώματα, ο πρώιμος και συχνός έλεγχος κατά τη διάρκεια των τακτικών εξετάσεων θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος για την αντιμετώπισή της.

Ωστόσο, μια νέα επιστημονική μελέτη με επικεφαλής τους ερευνητές του Johns Hopkins Medicine κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συνήθεις τρόποι τοποθέτησης του χεριού του ασθενούς κατά τη διάρκεια μέτρησης της πίεσης μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά το αποτέλεσμα, αυξάνοντας τις πιθανότητες λανθασμένης διάγνωσης υπέρτασης.

Διαφορετικές θέσεις; Διαφορετικές μετρήσεις

Στην έκθεσή τους, που δημοσιεύθηκε στο στο JAMA Internal Medicine, οι ερευνητές εξέτασαν τα αποτελέσματα τριών διαφορετικών θέσεων του χεριού για την μέτρηση της αρτηριακής πίεσης:

  • Το χέρι στηρίζεται στο γραφείο.
  • Το χέρι στηρίζεται στην αγκαλιά ή τα πόδια του ασθενούς.
  • Το χέρι δεν υποστηρίζεται και κρέμεται στο πλάι.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι όταν το χέρι ήταν στην αγκαλιά του ασθενούς, η συστολική πίεση φάνηκε να είναι κατά σχεδόν 4 mmHg υψηλότερη από το πραγματική ενώ όταν το χέρι έμενε ελεύθερο στο πλάι, φάνηκε να είναι κατά σχεδόν 7 mmHg υψηλότερη από την πραγματική.

Σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης, Δρ Tammy Brady από το Johns Hopkins University School of Medicine, τα ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι η θέση του χεριού μπορεί να κάνει «μεγάλη διαφορά» όταν πρόκειται για την ακριβή μέτρηση της αρτηριακής πίεσης και υπογραμμίζουν την σημασία τήρησης των συστάσεων ειδικών, που προτείνουν την υποστήριξη του χεριού του ασθενούς σε ένα γραφείο ή μια σταθερή επιφάνεια για την πιο ακριβή μέτρηση.

Τι έδειξε η έρευνα

Στα πλαίσια της νέας μελέτης, οι ερευνητές συγκέντρωσαν 133 ενήλικες συμμετέχοντες μεταξύ 9 Αυγούστου 2022 και 1 Ιουνίου 2023. Οι συμμετέχοντες στη μελέτη, οι οποίοι κυμαίνονταν από 18 έως 80 ετών, ταξινομήθηκαν τυχαία σε μία από τις έξι ομάδες.