25 Δεκεμβρίου 2024

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

256523

  (πηγή Διεύθυνση ΠΕ Σερρών)

Στον Πόντο τα Χριστούγεννα τα τιμούσαν με ευλάβεια και λαμπρότητα, καθώς είναι μια από τις σημαντικότερες γιορτές της Χριστιανοσύνης και ως γνωστόν οι Πόντιοι είναι βαθιά θρησκευόμενοι. Έδιναν, μεν, μεγάλη σημασία το θρησκευτικό κομμάτι των ημερών, ωστόσο δεν παρέλειπαν και τις ετοιμασίες για το γιορτινό τραπέζι.

Συγκεκριμένα στην Τραπεζούντα, τις μέρες αυτές τις γιόρταζαν όλοι μαζί, μέσα σε κλίμα θρησκευτικού φρονήματος και χαράς.

Την παραμονή όλα τα μαγαζιά έσφιζαν από ζωή, καθώς ο κόσμος έβγαινε για τα τελευταία ψώνια. Το βράδυ, όμως, όλα τα μαγαζιά έκλειναν, προκειμένου όλοι να ετοιμαστούν για τη μεγάλη ημέρα. Μπορεί οι μεγάλοι να είχαν το άγχος των εορταστικών ετοιμασιών, ωστόσο τα παιδιά ήταν πιο ανέμελα και το βράδυ της παραμονής, άφηναν τους μεγάλους να ασχοληθούν με τις ετοιμασίες και εκείνα έβγαιναν για να ψάλλουν τα κάλαντα, κρατώντας πολύχρωμα φαναράκια.

Επίσης, το βράδυ της παραμονής οι νοικοκυραίοι έκαιγαν στο τζάκι το «Χριστοκούρ’», ένα κούτσουρο, ειδικά κομμένο, για τη συγκεκριμένη μέρα. Το άναβαν με τον πρώτο χτύπο της καμπάνας και προσπαθούσαν να κρατήσουν την φωτιά αναμμένη τις τρεις μέρες των Χριστουγέννων, τα λεγόμενα «Χριστουήμερα». Επιπλέον, τοποθετούσαν το κούτσουρο έτσι ώστε να καίγεται όρθιο, καθώς πίστευαν πως έτσι θα τους φέρει καλοτυχία. Ήταν τόσο σημαντική αυτή η διαδικασία, που λόγω του φόβου τους μήπως αποκοιμηθούν και δεν ακούσουν το χτύπο της καμπάνας για να ανάψουν το «Χριστοκούρ’», είχαν αναθέσει στον «ζαγκότζον» να περάσει και να τους χτυπήσει την πόρτα με το ραβδί του.

Επιπλέον, την παραμονή, οι νοικοκυρές έφτιαχναν κουλούρια τόσο για το σπίτι τους, όσο και για τα ζώα τους, όπως επίσης και τα Χριστόψωμα. Στα Χριστόψωμα, τα οποία κατείχαν σημαντική θέση στο γιορτινό τραπέζι, έβαζαν καρύδια και μετά το ψήσιμο έριχναν από πάνω μέλι και στη συνέχεια με αμύγδαλα δημιουργούσαν τη γέννηση του Χριστού ή δημιουργούσαν ένα σταυρό και στη μέση τοποθετούσαν ένα ολόκληρο καρύδι.

Τα ξημερώματα των Χριστουγέννων όλοι οι κάτοικοι, μικροί και μεγάλοι, φορούσαν τα γιορτινά τους ρούχα και πήγαιναν στην εκκλησία, προκειμένου να παρακολουθήσουν τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία. Όλα τα στασίδια ήταν γεμάτα από κόσμο, ο οποίος παρακολουθούσε με ευλάβεια τη Θεία Λειτουργία. Οι εκκλησίες της περιοχής, όπως ο Άγιος Βασίλειος, ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γρηγορίου και η Αγία Μαρίνα, την ημέρα εκείνη «φορούσαν» κι εκείνες τα γιορτινά τους. Όλοι οι πολυέλαιοι και όλα τα καντήλια ήταν αναμμένα και λαμπάδες, μικρές και μεγάλες, υπήρχαν στα μανουάλια. Οι ιερείς φορούσαν τα χρυσά τους άμφια και οι ψάλτες, λόγω της ημέρας, φορούσαν κι εκείνοι ράσα.

Με το που ακουγόταν το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε» ο χώρος μοσχοβολούσε θυμίαμα και λιβάνι.

Με την ανατολή του ήλιου γινόταν η απόλυσης και στη συνέχεια όλοι επέστρεφαν στα σπίτια τους προκειμένου να γιορτάσουν, με την οικογένεια και τους φίλους τους, τη γέννηση του Θεανθρώπου.

Μετά το φαγητό και τις ευχές που αντάλλασσαν, ακολουθούσε μουχαμπέτ’. Άλλωστε η μουσική και ο χορός είναι στο αίμα των Ποντίων και επιδίδονται σε αυτά με την πρώτη ευκαιρία.

 

Το καλαντίασμα του σπιτιού στον Πόντο

Στον Πόντο, όπως σε και άλλες περιοχές, η περίοδος της Πρωτοχρονιάς γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα και ευσέβεια. Οι κάτοικοι είχαν εύθυμη διάθεση και προετοιμάζονταν με ιδιαίτερη χαρά για την αλλαγή του χρόνου.

Την παραμονή οι άνδρες ασχολούνταν με τις εξωτερικές δουλειές, ενώ οι γυναίκες καταπιάνονταν με τις ετοιμασίες του γιορτινού τραπεζιού. Από την άλλη, τα παιδιά ετοιμάζονταν για τα καλάντα και ανήμερα για τη διασκέδαση και το παιχνίδι.

Επίσης την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο άντρας ή η νοικοκυρά του σπιτιού «εκαλαντίαζεν τ’ οσπίτ’», σκόρπιζε δηλαδή διάφορους καρπούς, όπως καρύδια και φουντούκια, λέγοντας «Άμον ντο ρούζ’νεαούτα τα καλά, αετσ’ πα να ρούζ’νεαπές ‘ς σ’ οσπίτ’ν εμούν τ’ ευλο’ΐας και τα καλοσύνας».

Θεωρούσαν πως η κίνηση αυτή θα έφερνε στο σπίτι τους ευλογία και καλοτυχία.

Το έθιμο αυτό, ακόμη και σήμερα, το κάνουν κάποιοι Πόντιοι, προκειμένου η νέα χρόνια να τους φέρει όλα τα καλά στο σπίτι τους.

 

Καλαντόνερον: Το πρώτο νερό του νέου έτους

Ένα από τα πρωτοχρονιάτικα έθιμα που γίνονταν στον Πόντο ήταν το καλάντισμα της βρύσης.

Σύμφωνα με το συγκεκριμένο έθιμο, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς, οι γυναίκες πήγαιναν στο πηγάδι του χωριού τους, κρατώντας στα χέρια τους δώρα, τα οποία όταν τα άφηναν έλεγαν την εξής ευχή: «Κάλαντα καλός καιρός και πάντα και του χρόνου». Αφού έλεγαν τη συγκεκριμένη φράση, έπαιρναν το καλαντόνερο, από το οποίο έδιναν να πιουν όσοι τους περίμεναν σπίτι και στη συνέχεια ράντιζαν την οικεία, την αυλή, τα χωράφια, τις αποθήκες και τα ζώα τους. Επίσης, τα κορίτσια έβρεχαν τα μαλλιά τους για να μακρύνουν.

Αυτό που έπρεπε να προσέχει το άτομο που θα έπαιρνε νερό, ήταν να μην γυρίσει να κοιτάξει πίσω, διότι υπήρχε κίνδυνος να αρρωστήσει ψυχικά και να μην μιλήσει σε κανέναν, διότι οι μάγισσες θα έκλεβαν τη φωνή του.

Το καλάντισμα της βρύσης γινόταν κυρίως από τις ελεύθερες κοπέλες, οι οποίες πρόσφεραν στην κυρά-πεγαδίστρα διάφορα φρούτα, ιδίως μήλα, με αντάλλαγμα να τους ανοίξει η τύχη και να είναι ευλογημένες: «Άμον τ’ ανοίγω το πεγάδ’, ν’ ανοίεται η τύχη μ’ κι άμον το τρέχ’ το νερόν να τρέχ’ και ευλοΐας».

Τα ελεύθερα παλικάρια του χωριού,όμως, τα οποία γνώριζαν το συγκεκριμένο έθιμο, κρυφοκοιτούσαν την όλη διαδικασία και μόλις έφευγαν οι κοπέλες, πλησίαζαν στη βρύση κι έτρωγαν τα φρούτα. Αυτός που έτρωγε το μήλο μιας συγκεκριμένης κοπέλας, θα την ερωτευόταν και θα την παντρευόταν, καθώς τότε πίστευαν πως γίνονταν κάποιες μαγικές ενέργειες:

Ανάθεμα π’ εκρέμιζεν το μήλον σοπεγάδιν,

το μήλον είχενφάρμακον και το πεγάδ’ μαείας.

Μαεύ’ εμέν, μαεύ’ κι εσέν, μαεύ’ τοι δυ’ςεντάμαν.

Η κορ’ μαεύ’ ελλενικά, ρωμαίικα παλικάρια…

 Ποντιακά Χριστούγεννα | Από την Αγία Βαρβάρα έως και ανήμερα

Οι Γιορτινές προετοιμασίες ξεκινούσαν νωρίς νωρίς. Οι νοικοκυρές και οι νοικοκύρηδες των σπιτικών ξεκινούσαν τις προετοιμασίες από την γιορτή της Αγίας Βαρβάρας. Έφτιαχναν γλυκά, βαρβάρα με σιτάρι, φασόλια και πολλά άλλα και έδιναν σε φίλους, γείτονες και παιδιά. Παράλληλα κάποιο μέλος της οικογένειας ετοίμαζε μελόπιτες χρησιμοποιώντας μέλι, σιτάρι, καρύδια και αλεύρι. Τις πίτες αυτές επίσης τις μοιράζονταν με την γειτονιά, ουσιαστικά ανταλλάσσοντας κάθε χρόνο τα σπιτικά τους δημιουργήματα.

Στις 15 του Δεκέμβρη, στις αγροτικές περιοχές γιόρταζαν τα « Αλώα» στους αγρούς για τη ευόδωση των καρπών της γης, ένα έθιμο που σήμερα έχει εκλείψει.

Για τα Χριστούγεννα, σε πολλά μέρη του Πόντου, οι νοικοκυρές συνήθιζαν να παρασκευάζουν πίτες από καλαμποκάλευρο, αλευροχαλβά, κατμέρια και τον «πουρμά», ένα σιροπιαστό γλυκό που θύμιζε το σαραϊγλί. Στην Τραπεζούντα τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές απαραιτήτως ζύμωναν κουλούρια για το σπίτι και τα ζώα. Επίσης ζύμωναν τα χριστόψωμα τα οποία περιείχαν καρύδια και όταν ψήνονταν τα περίχυναν με μέλι. Πάνω στο χριστόψωμο κεντούσαν με αμύγδαλα τη γέννηση του Χριστού. Στόλιζαν ένα τραπέζι δίπλα στο Χριστουγεννιάτικο δένδρο, με διάφορα γιορτινά καλούδια κι ένα εικόνισμα, αφιερωμένο στην Παναγία, το « Τραπέζι της Παναγίας». Στην Ινέπολη του νομού Κασταμονής, οι νοικοκυρές ετοίμαζαν για τα Χριστούγεννα τα παραδοσιακά γλυκά « κετέ», «ιτσλί» και «κατμέρια». Στην Αμάσεια, τα βασικά γιορτινά εδέσματα ήταν το κεσκέκι, το σουμπορεγί και το τζεβιζλίτσορέκ. Διαδεδομένο υλικό για τις πίτες ήταν το χασισόλαδο και οι χασισόσποροι τους οποίους επεξεργαζόταν όπως τους κόκκους του καφέ. Καβουρντίζανε τους σπόρους σ’ ένα τηγάνι χωρίς λάδι ώσπου να πάρουν μαύρο χρώμα και να βγάλουν το λάδι τους .

Τη νύχτα της 24ης Δεκεμβρίου, παραμονή των Χριστουγέννων, «εθύμιζαν» τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα με λύρα και με νταούλζουρνά. Γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού παρέα με τους μωμόγερους, αψηφώντας το τσουχτερό κρύο και με αραιούς πυροβολισμούς και ψάλλοντας τα κάλαντα θύμιζαν τη γένεση του θεανθρώπου. Στα ορεινά του Πόντου λέγανε τα κάλαντα και την ημέρα γιατί οι καιρικές συνθήκες ήταν συχνά απαγορευτικές για έξοδο την νύχτα. Οι “καλαντάδες” εκτός από τη συνοδεία της λύρας, φρόντιζαν να φέρουν μαζί τους και ένα στολισμένο καράβι, φτιαγμένο από χαρτόνι και λεπτό σανίδι για να εντυπωσιάσουν τους νοικοκυραίους. Συνήθως φώτιζαν τα καραβάκια τους με κεριά, ενώ κάθε ομάδα προσπαθούσε να φτιάξει το πιο όμορφο και φανταχτερά στολισμένο, εν είδη συναγωνισμού. Προτού αρχίσουν να ψάλλουν, ένας της παρέας έλεγε μεγαλόφωνα τον πολυχρονισμό, αρχίζοντας από τον αρχηγό της οικογένειας και τελειώνοντας και στο πιο μικρό παιδί και σ’ αυτούς τους ξενιτεμένους: «Ο Θεός να πολυχρονίζ’ τον κύριο τάδε…και στη συνέχεια έψαλλαν:

«Καλημέρα σας και πολλούς χρόνους
ύγειαν και χαρά στον νοικοκύρη
ύγειαν και χαρά στα παλικάρια.

Έξω στην αυλή και στο παλάτι
στέκουν θυμίζουν τα παλικάρια,
στέκουν θυμίζουν εσένα, αφέντη.

Έ αφέντη μας, μα μη κοιμάσαι΄.
Οψεζνί βραδύ καλή βραδύ έν,
οψεζνί βραδύ Χριστός γεννέθεν,
οψέςγεννέθεν και αύριο εστάθεν,
γράφει γράμματα, βαστά βαγγέλια,
γράφει γράμματα και πάλ’ εγνώθι,
αρχοντόπουλο και καλαμιόνι,
μύροςέτουνε και μυροϊδόνι
και μυρόδισεν όλον τον κόσμον,
εμυρόδισε κ’ εσένα, αφέντη.

Έ αφέντη μας, να μη κοιμάσαι,
άψο το κερί κι έλα σήν πόρτα.»

Με τον τελευταίο στίχο «άψο το κερί κι έλα σήν πόρτα», ο νοικοκύρης, με αναμμένο κερί στο χέρι, θ’ ανοίξει την πόρτα και θα υποδεχτεί όλους χαρούμενος και γελαστός.

Οι νοικοκυρές, χαρούμενες και γελαστές, πρόσφερναν άφθονα καρύδια, μήλα, τσίρα και ούβας σ’ όλους. Ο αρχηγός της οικογένειας με την κανάτα γεμάτη κρασί στο χέρι, κερνούσε κρασι. Μετά το κρασοπότι, η Σχολική Επιτροπή, από τους γεροντότερους του χωριού, εισέπραττε ό,τι πρόσφερναν σ’ αυτήν υπέρ του σχολείου, χρήματα, νήμα κανναβένιο, καλαμπόκι, φασόλια, καννάβι, ακατέργαστο κ.ά.

Στο χωριό Ζησινώ ψαλλόταν και το εξής τροπάριο:

«Ιδού ο χρόνος πέρασε
και ήρθεν η ημέρα
της του Χριστού γεννήσεως
και ταύτη τη εσπέρα.

Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ τη πόλει,
οι ουρανοί αγάλλονται,
χαίρει η κτήσις όλη.

Εντός της φάτνης τίκτεται
υπό σπηλαίου θόλου
ο βασιλεύς των ουρανών
και ποιητής των όλων.

Τρεις μαγιδώους έτρεφε
μια Συρία χώρα,
βαστούσαν σμύρναν και χρυσόν
και λίβανον ως δώρα.

Χοροί αγγέλων ψάλλουσι
το δόξα εν υψίστοις
και υπό ποιμένων άδεται
του Σύμπαντος ο κτίστης.

Ως οδηγόνυπέρλαμπρον
αστέρα ακολουθούσι.
Ελθόντες εις το σπήλαιον
το βρέφος προσκυνούσιν.»

Τα Ποντιακά Κάλαντα των Χριστουγέννων, που είναι και τα πιο διαδεδομένα, περιέχουν όλη τη ζωή του θεανθρώπου, από τη στιγμή της Γέννησης του, μέχρι τη στιγμή της Σύλληψης του, χωρίς όμως να προχωρούν και στη Σταύρωση του, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με το χαρμόσυνο γεγονός των Χριστουγέννων.

Χριστός γεννέθενχαράνσονκόσμον
χα! καλή ώρα, καλή σ΄ μέρα
χα! καλόν παιδίνοψέγεννέθεν

οψέγεννέθενουρανοστάθεν
τον εγέννεσεν η Παναγία
τον ενέστεσεναε παρθένος

Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
κι εκατήβενσοστραυροδρόμι
σταυροδρόμι και μυροδρόμι.

Ερπαξάνατόν οι χιλ Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι
χιλ Εβραίοι και μύρι Εβραίοι.

Α σ ακροντικά κι α σηνκαρδίαν
αίμα έσταξενχολήν κι εφάνθεν
ούμπανέσταξεν και μύροςέτον
μύροςέτον και μυρωδία.

Εμυρίστενατό ο κόσμος όλον
για μυρίστατό κι εσύ αφένταμ
συ αφένταμκαλέμαφένταμ.
Ερθαν τη Χριστού τα παλικάρια
και θυμίζνε τον νοικοκύρην
νοικοκύρην και βασιλέαν.

Δέβασοταρέζ κι έλα σηνπόρταν
δος μας ούβας και λεφτοκάρα
κι αν ανιοιείς μας χαρά σην πόρτα σ

Η ονομασία των μηνών

Ο Χειμώνας που σε διάφορα µέρη του Πόντου λέγεται ο Χειµός ή Χειµωγκός περιλαμβάνει τους μήνες Δεκέµβριο – Χριστιαννάρτς, Ιανουάριο – Καλαντάρτς , Φεβρουάριο – Κούντουρο. Στον Πόντο ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς, σταματούσαν οι εξωτερικές δουλειές, γύριζαν οι ξενιτεμένοι. Τα βράδια συνήθως τα περνούσαν σε σπίτια, κάνοντας τα νυχτέρια ή βεγγέρες, που στον Πόντο λεγόντουσαν Παρακάθια.

Λόγω της γιορτής των Χριστουγέννων, ο Δεκέμβριος ονομάστηκε στον Πόντο, Χριστιαννάρτς όπως αναφέρει και το χαρακτηριστικό ρητό των Ποντίων για τον μήνα Δεκέμβριο ΈρθαμεσονΧριστιανάρ’,ο Χριστόνεγεννέθεν,τα μήνας γίνντανδώδεκα,ο χρόνος παετελέθεν.

Στην Ινέπολη ονομαζόταν Σαρανταήμερος, στην Κερασούντα και την Τρίπολη λεγόταν Χριστιεννάρης, στα Κοτύωρα, Σάντα, Τραπεζούντα και ΧαλδίαΧριστιεννάρτς, ενώ επίσης σε Σάντα και Χαλδία καλείτο και Χριστιαννάρτς. Στη Ροδόπολη λεγόταν Χριστουγεννάρτς.

    Το έθιμο των Μωμόγερων

Σατιρική κωμωδία, απομεινάρι των ρωμαϊκών καλάντων διότι διατηρούν τις μεταμφιέσεις και τα γλέντια, ακόμα και ποντιακά καρναβάλια. Τα Μωμο(γ)έρια μπορεί κανείς να τα περιγράψει με διάφορους τρόπους· ένα εθιμικό δρώμενο που πλέον για τον τρόπο που παρουσιάζεται στα ποντιακά χωριά της Κοζάνης από τους απόγονους των προσφύγων έχει κατακτήσει μία θέση στον κατάλογο της UNESCO με τα μνημεία της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς. Μάλιστα ο Δημήτρης Οικονομίδης στο Ημερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος (1927) θεωρεί τους Μωμόγερους «λείψανον αρχαίου εθίμου ή αγροτικήνεορτήνσυμβολίζουσαν την νάρκην της φύσεως κατά τον χειμώνα και την αναβίωσιν αυτής κατά την άνοιξιν […], ή υποτυπώδη παράστασινσκοπόνεχούσις της δεισιδαιμόνος αποτροπής των κακών».

Οι λαϊκοί αυτοσχέδιοι θίασοι έκαναν την εμφάνισή τους κατά το Δωδεκαήμερο.

Ο Δ.Κ. Παπαδόπουλος από το Σταυρίν της επαρχίας Χαλδίας στην Ποντιακή Εστία (1953, τχ. 38-39) περιγράφει όσα είχαν ζήσει οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς στον Πόντο. Όπως εξηγεί, το συγκεκριμένο δρώμενο καυτηριάζει την ανηθικότητα και τη σκληρή και βάναυση συμπεριφορά, και διακωμωδεί και γελοιοποιεί τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης εξευτελίζοντας το επίσημο όργανό της.

Στις αγροτικές και απομονωμένες περιοχές του Πόντου, σημειώνει, τα Μωμογέρια ήταν μια μορφή διασκέδασης και μάλιστα μεταξύ του κοινού περιλαμβάνονταν και Τούρκοι. «Συνέρρεον άπαντες ανεξαρτήτως ηλικίας και παρηκολούθουνόλας τας επαναληπτικώς διδομένας παραστάσεις από της πρώτης μέχρι της τελευταίας τηρούντεςαδιάπτωτον το ενδιαφέρον αυτών και αμείωτον το ευάρεστον συναίσθημα της απολαύσεως», γράφει ο Δ.Κ. Παπαδόπουλος.

Ο θίασος αποτελούνταν από τα εξής πρόσωπα:

Ο Αλογάς (ατλής) ή τερέπεης (=τιμαριούχος). Συνήθως φορούσε την τοπική ενδυμασία (ζίπκα), κομψά πέδιλα (τσάπουλα), μεταξωτό χιτώνα (τσιπάν), μεταξωτή ζώνη (ταραπολούζ’) και στο κεφάλι είχε χρυσοποίκιλτο μεταξωτό μαντήλι (κοτσοΰρ’). Προκειμένου να φαίνεται ότι είναι έφιππος στερέωνε δύο κοντάρια, ένα στα αριστερά και ένα στα δεξιά, τα οποία κατέληγαν κεφαλή αλόγου, ενώ το πίσω μέρος τους καλυπτόταν από το χιτώνα. Επίσης κρατούσε τα «χαλινάρια» με το αριστερό και ένα μαστίγιο ή ραβδί με το δεξί χέρι.

Ο Κιζίρ (=κλητήρας του χωριού) ή ο κυρίως μωμόγερος. Φορούσε ακατέργαστο δέρμα τράγου, στην πλάτη είχε κάτι για να τον προστατεύει από τα χτυπήματα του τερέπεη και στο κεφάλι έφερε ένα κωνοειδές δερμάτινο κάλυμμα (κιουλάχ’) από το οποίο κρεμόταν ένα κουδούνι και δερμάτινη προσωπίδα. Στη δε ζώνη του είχε κρεμασμένα πολλά κουδούνια, σκόρδα και δερμάτινες λωρίδες. Στο δεξί χέρι κρατούσε χατζάρα και στο αριστερό ένα κοντό ραβδί. Η περιβολή του θεωρούνταν ιδιαιτέρως κωμική και προκαλούσε το αβίαστο γέλιο του κοινού.

Ο Κορ-Σεϊτάν (=διάβολος). Η ενδυμασία του ήταν μαύρη, η προσωπίδα ανάλογη με κέρατα, και είχε και ουρά. Κρατούσε δύο λεπτές ράβδους. Ο θίασος ίσως είχε και τον μικρόν δάβολον με αντίστοιχη περιβολή.

Ο Γατής (καδής, =δικαστής). Φορούσε κατάλευκο χιτώνα μέχρι τους αστραγάλους και ογκώδες σαρίκι με προσωπίδα που παρέπεμπε σε σεβάσμιο γέροντα.

Ο Δίκολον. Αδελφός του Κιζίρ, ντυμένος φτωχικά. Στην πλάτη του κουβαλούσε τον άλλο αδερφό τους που τον σκότωσε ο τερέπεης.

Ο Ζαπτιάς (=χωροφύλακας) φέρει στολή και όπλο.

Η Νύφη (νύφη του Κιζίρ). Το ρόλο «κρατούσε» νέος χωρίς μουστάκι που φορούσε γυναικεία ενδύματα και στολιζόταν σαν νύφη.

Ο Δατρόν (=ιατρός). Φορούσε γυαλιά και ψηλό καπέλο και κρατούσε μια θήκη ή ένα σακίδιο με τα φάρμακα.

Το θίασο συμπλήρωνε ο λυράρης που συνήθως φορούσε ζίπκα, και ένα-δύο ακόμα πρόσωπα που αναλάμβαναν να μαζέψουν τις προσφορές από τους θεατές, που συνήθως ήταν κεράσματα ή μικροποσά.//citycampus.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: