27 Αυγούστου 2025

Καρκίνος πνεύμονα: Απόσταση και καθυστερήσεις καθορίζουν την επιβίωση – Αποκαλυπτική ελληνική μελέτη

Μόλις 1 στους 5 ασθενείς θα διαγνωστεί και θα παραπεμφθεί εγκαίρως, ώστε να λάβει τη βέλτιστη θεραπεία, υπογραμμίζει η μελέτη, αναδεικνύοντας τις γεωγραφικές, επιδημιολογικές και κλινικές παραμέτρους που επηρεάζουν την επιβίωση και τη φροντίδα των ασθενών

O καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί την κυριότερη αιτία θανάτου από κακοήθεια στον κόσμο, με περίπου 2.5 εκ. νέες περιπτώσεις ετησίως στον κόσμο και 1.8 εκ. θανάτους (WHO 2022). Ανάλογο αριθμό περιπτώσεων (2.3 εκ) εμφανίζει και ο καρκίνος του μαστού, ωστόσο με 3 φορές μικρότερη θνητότητα, όπως μαρτυρούν οι 600.000 θάνατοι ετησίως στον κόσμο (WHO 2022). Η προαναφερθείσα διαφορά μαρτυρά περίτρανα την έλλειψη προγραμμάτων πρόληψης για τον καρκίνο του πνεύμονα ανά τον κόσμο. Μόλις 1 στους 5 ασθενείς με καρκίνο πνεύμονα θα διαγνωστεί και θα παραπεμφθεί εγκαίρως σε εξειδικευμένα κέντρα αναφοράς ώστε να λάβει εγκαίρως τη βέλτιστη θεραπευτική αγωγή.

Ο καρκίνος του πνεύμονα διακρίνεται ιστολογικά σε 2 βασικούς υπότυπους, τον μη μικροκυτταρικό (ΝSCLC) και τον μικροκυτταρικό (SCLC) . Ο μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί τη συχνότερη μορφή καρκίνου του πνεύμονα και ευθύνεται για το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων που σχετίζονται με κακοήθειες παγκοσμίως (18%). Τα τελευταία χρόνια, η κατανόηση του μοριακού υποβάθρου της νόσου και η ανάπτυξη στοχευμένων θεραπειών έχουν αλλάξει ριζικά την κλινική προσέγγιση. Ειδικοί βιοδείκτες, όπως οι μεταλλάξεις στα γονίδια EGFR, KRAS, ALK, ROS1 και BRAF, καθώς και η έκφραση του PD-L1, έχουν καθιερωθεί ως κρίσιμοι παράγοντες για την επιλογή θεραπείας. Παράλληλα, η ανοσοθεραπεία και οι νεότερες συνδυαστικές στρατηγικές προσφέρουν σημαντικά οφέλη σε υποομάδες ασθενών, ξεπερνώντας την κλασσική χημειοθεραπεία καθιστώντας τη ως θεραπευτική επιλογή δεύτερης γραμμής σε μεγάλο ποσοστό των ασθενών, βελτιώνοντας ταυτόχρονα την επιβίωση τους ακόμα και σε προχωρημένα στάδια.

Ωστόσο, η εφαρμογή αυτών των προόδων στην κλινική πράξη δεν είναι ομοιόμορφη. Υπάρχουν σημαντικές γεωγραφικές ανισότητες, καθώς και διαφορές μεταξύ μεγάλων αστικών κέντρων και περιφερειακών ή αγροτικών περιοχών. Οι καθυστερήσεις στη διάγνωση, η περιορισμένη πρόσβαση σε εξειδικευμένα εργαστήρια, και οι ανισότητες στο υγειονομικό σύστημα αποτελούν εμπόδια που μπορούν να μειώσουν τα κλινικά οφέλη των νέων θεραπειών.

Η μελέτη που παρουσιάζεται επιχειρεί να αποτυπώσει αυτά τα εμπόδια στην πράξη, καταγράφοντας καθυστερήσεις στη μοριακή διάγνωση, ποσοστά ασθενών που τελικά υποβάλλονται σε πλήρη μοριακό έλεγχο, και τις συνέπειες στην έκβαση της νόσου. Παράλληλα, συγκρίνει δεδομένα ανάμεσα σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, περιοχές που δεν έχουν πρόσβαση σε συγκεντρωτικές εξειδικευμένες υπηρεσίας πνευμονολογίας, ογκολογίας και μοριακής παθολογικής ανατομικής αναδεικνύοντας κρίσιμες ανισότητες. Τα αποτελέσματα της έρευνας συμβάλλουν σε μία πιο ολοκληρωμένη κατανόηση των πραγματικών δυσκολιών στην εφαρμογή της εξατομικευμένης ιατρικής στον καρκίνο του πνεύμονα.

Η δημοσιευθείσα μελέτη μας (www.mdpi.com/2072-6694/17/16/2701) είναι η πρώτη στην Ελλάδα και μια από τις ελάχιστες στη διεθνή βιβλιογραφία που αναδεικνύει τις γεωγραφικές, κλινικές και επιδημιολογικές ανισότητες στη διαχείριση ασθενών με τελική διάγνωση μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα την ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου, δεδομένου ότι η Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών αποτελεί κέντρο αναφοράς για ογκολογικά περιστατικά της εν λόγω περιοχής. Η μελέτη έδειξε ότι ασθενείς που ζουν σε μη αστικές περιοχές, που δε διαθέτουν συγκεντρωτικά εξειδικευμένες πνευμονολογικές, ογκολογικές και παθολογοανατομικές υπηρεσίες έχουν δυσκολότερη πρόσβαση σε αυτές τις εξειδικευμένες υπηρεσίες καρκίνου του πνεύμονα και συχνά αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις στη διαγνωστική διαδικασία και εξ’ αυτού στην έναρξη θεραπείας, η οποία σε αρκετές περιπτώσεις υπερέβαινε τις 30 ημέρες, με την μέση διαφορά να κυμαίνεται στις 5 ημέρες, συγκριτικά με εκείνους των αστικών περιοχών.

Αυτό καταγράφηκε στη μελέτη μας με τη σημαντικά μεγαλύτερη διάρκεια που απαιτείται για την ολοκλήρωση του μοριακού ελέγχου σε αυτούς τους ασθενείς, συγκριτικά με τους κατοίκους κοντά στο τριτοβάθμιο κέντρο. Όπως έχει φανεί και σε προηγούμενες μελέτες, καθυστέρηση άνω των 35 ημερών στη μοριακή ανάλυση μπορεί να επιδεινώσει την πρόγνωση. Στη δική μας έρευνα, οι ασθενείς με ταχύτερη πρόσβαση σε μοριακό έλεγχο και θεραπεία – κυρίως κάτοικοι αστικών περιοχών που διαθέτουν εξειδικευμένες πνευμονολογικές, ογκολογικές και παθολογοανατομικές υπηρεσίες – είχαν καλύτερη επιβίωση. Πάνω από τα δύο τρίτα των ασθενών που διαμένουν στην επαρχία χρειάστηκαν περισσότερες από 35 ημέρες για να ολοκληρωθεί η τελική μοριακή διερεύνηση, με επίδραση στην επιβίωση τους.

Η συνολική επιβίωση λοιπόν ήταν χαμηλότερη στους ασθενείς που δε διέμεναν σε περιοχές που διαθέτουν εξειδικευμένες πνευμονολογικές, ογκολογικές και παθολογοανατομικές υπηρεσίες , και η διαφορά αυτή διατηρήθηκε ακόμη και μετά από ανάλυση με προσαρμογή για επιδημιολογικά δεδομένα, συννοσηρότητες, υπότυπο καρκίνου του πνεύμονα, μοριακό προφίλ και PD-L1. Επιπλέον, οι ίδιοι αυτοί ασθενείς είχαν μικρότερη πιθανότητα να υποβληθούν σε μοριακή ανάλυση, καθώς στην Ελλάδα οι παθολογοανατόμοι δεν επιτρέπεται να πραγματοποιούν «reflex testing», δηλαδή, αυτόματα να εκτελούν μοριακούς ελέγχους χωρίς παραπεμπτικό από εξειδικευμένο πνευμονολόγο ή ογκολόγο. Έτσι οι ασθενείς πρέπει να παραπέμπονται πολλαπλές φορές σε ογκολόγους ή εξειδικευμένους πνευμονολόγους στα κεντρικά νοσοκομεία για τη συνταγογράφηση των συγκεκριμένων ειδικών μοριακών αναλύσεων.

Εντυπωσιακό είναι ότι η πλειονότητα των ασθενών (2/3) που παραπέμπονται στο νοσοκομείο μας προέρχονται από μη αστικές περιοχές, με σχεδόν το 50% να έχουν διαγνωσμένη ΧΑΠ από τον γιατρό πρωτοβάθμιας φροντίδας – ποσοστό πολύ υψηλότερο σε σχέση με τον γενικό ελληνικό πληθυσμό (10–15%), αναδεικνύοντας πως η καπνιστική συνήθεια και οι συνέπειες αυτής έχουν λάβει τη μορφή επιδημίας ειδικά στην ελληνική επαρχία.

Ασθενείς από μη αστικές περιοχές συχνά αξιολογούνται αρχικά σε τμήματα επειγόντων ή παθολογικά τμήματα, αντί από εξειδικευμένο πνευμονολόγο ή ογκολόγο, κάτι που πιθανά συμβάλλει σε επιπλέον καθυστερήσεις από την πρώτη υποψία διαγνώσεως για καρκίνο μέχρι την τελική διάγνωση. Σε αντίθεση με άλλες μελέτες από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στα στάδια της κακοήθειας μεταξύ αστικών και μη αστικών περιοχών. Αυτό δείχνει ότι στο δικό μας πλαίσιο, το κύριο εμπόδιο δεν είναι τόσο το στάδιο της διάγνωσης αλλά οι καθυστερήσεις στη μοριακή διερεύνηση και στην έναρξη στοχευμένων θεραπειών, οι οποίες είναι διαθέσιμες μόνο σε τριτοβάθμια κέντρα.

Όσον αφορά τα μοριακά δεδομένα, το ποσοστό μεταλλάξεων EGFR ήταν χαμηλότερο από τα διεθνώς αναμενόμενα (10–15% στη Δύση, έως 40% στην Ασία). Αυτό πιθανόν να σχετίζεται με τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού μας (κυρίως ηλικιωμένοι, βαρείς καπνιστές Έλληνες), ενώ αντίθετα οι λοιπές γονιδιακές μεταλλάξεις ήσαν σύμφωνες με τη λοιπή διεθνή βιβλιογραφία.

Η μελέτη μας έχει αρκετά πλεονεκτήματα, όπως το μεγάλο πραγματικό δείγμα από το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, ένα νοσοκομείο αναφοράς για τη δυτική Ελλάδα και η συλλογή πολλών κλινικών, μοριακών και γεωγραφικών παραμέτρων που επιτρέπουν πολυπαραγοντική ανάλυση και από αστικά κέντρα και από την περιφέρεια, κάτι που αυξάνει την αξιοπιστία της μελέτης μας.

Συστάσεις για προοπτική βελτίωση της παρούσης κατάστασης

Η πολιτεία θα πρέπει να προσπαθήσει να εστιαστεί στην πρόληψη με την εφαρμογή προγραμμάτων εκπαίδευσης για τη διακοπή καπνίσματος ακόμη και στο επίπεδο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παράλληλα θα πρέπει να οργανωθούν και να χρηματοδοτηθούν προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου καρκίνου πνεύμονα τα οποία θα συμπεριλαμβάνουν την πραγματοποίηση υπολογιστικών τομογραφιών θώρακος σε μέσης ηλικίας, νυν και πρώην καπνιστές. Η εν λόγω προσέγγιση έχει αποδείξει πως επιτρέπει τη διάγνωση του καρκίνου σε πρωιμότερα στάδια, καθιστώντας τον καρκίνο του πνεύμονα ιάσιμο και δυνητικά θεραπεύσιμο.

Επίσης η απλοποίηση της πρόσβασης σε μοριακές εξετάσεις και η βελτίωση των μεθόδων παραπομπής από τις απομακρυσμένες περιοχές προς τα κέντρα αναφοράς, πιθανά μέσω της δημιουργίας ενός εθνικού πλαισίου καταγραφής ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα θα μπορούσαν να μειώσουν τις ανισότητες και να βελτιώσουν την πρόγνωση μιας νόσου που αποτελεί διαχρονική πανδημία εδώ και πολλές δεκαετίες.

Η Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών πιστή στις δεσμεύσεις της απέναντι στον ευάλωτο αυτόν πληθυσμό συνεχίζει το έργο της προς την κατεύθυνση αυτή προσφέροντας βέλτιστες και προτυποποιημένες υπηρεσίες υγείας ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, φύλου ή φυλής και εδραιώνοντας πέραν των ειδικών ιατρείων διακοπής καπνίσματος και προσυμπτωματικού ελέγχου καρκίνου πνεύμονα και εκστρατείες ενημέρωσης του κοινού για την επάρατη νόσο εστιάζοντας πρωτίστως στις ευάλωτες περιοχές. Γιατί κάθε αναπνοή μετράει στον αγώνα ενάντια στον καρκίνο του πνεύμονα. Εμπνέουμε την αλλαγή για ένα καλύτερο αύριο χωρίς ανισότητες και με ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.

 ygeiamou.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: