12 Νοεμβρίου 2021

Σεισμοί στην Ελλάδα: Από την αρχαιότητα έως σήμερα


Την έντονη σεισμική δραστηριότητα των τελευταίων ημερών αναλύει ο σεισμολόγος Γεράσιμος Παπαδόπουλος κάνοντας ιστορική αναδρομή σε αντίστοιχες αναφορές από τον εποχή του Ηροδότου μέχρι σήμερα
Σεισμοί στην Ελλάδα: Από την αρχαιότητα έως σήμερα

Σύμφωνα με τον επιστημονικό συνεργάτη της ΕΕ και της UNESCO «Το θέμα με τη χώρα μας είναι ότι η σεισμικότητα έχει μεγάλη πολυπλοκότητα και δεν συνδέεται μόνο με έναν τύπο ρηγμάτων, αλλά με όλους τους κύριους τύπους ρηγμάτων που συναντάμε στον πλανήτη».

«Οι μεγάλοι και μικροί σεισμοί των τελευταίων ημερών προκαλούνται από σπασίματα της λιθόσφαιρας σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι επιφανειακοί, δηλαδή έχουν εστία σε βάθος έως και 50 χιλιομέτρων. Αλλά στο νότιο Αιγαίο γίνονται σεισμοί και ενδιάμεσου βάθους με εστίες που φθάνουν τα 200 χιλιόμετρα. Αυτό οφείλεται στο ότι η αφρικανική λιθοσφαιρική πλάκα κάμπτεται κατά μήκος του ελληνικού τόξου και βυθίζεται στο εσωτερικό της Γης. Εξαιτίας της ίδιας διαδικασίας, σε βάθος περίπου 150 χιλιομέτρων παράγεται θερμό μάγμα που ανεβαίνει προς την επιφάνεια και σχηματίζει το ηφαιστειακό τόξο του νότιου Αιγαίου με κύρια ηφαιστειακά κέντρα στη Σαντορίνη και τη Νίσυρο, που θεωρούνται ενεργά ηφαίστεια. Στα Μέθανα το ηφαίστειο είναι μάλλον ενεργό, ενώ στη Μήλο και στην Κω, τα ηφαίστεια είναι ανενεργά πλέον. Σε όλα τα ηφαιστειακά κέντρα, όμως, παράγονται κατά καιρούς και σεισμοί ηφαιστειακής προέλευσης» εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δρ Γεράσιμος Παπαδόπουλος, σεισμολόγος, επιστημονικός συνεργάτης της ΕΕ και της UNESCO.

«Η ιστορία των σεισμών στην Ελλάδα πηγαίνει πολύ βαθιά στο παρελθόν. Υπάρχουν γραπτές πηγές που ξεκινούν από τον Ηρόδοτο, τον πατέρα της ιστορίας, φθάνουν στην κλασική αρχαιότητα (π.χ. Θουκυδίδης) και μετά, στους ελληνιστικούς και βυζαντινούς χρόνους, στην αραβοκρατία και την ενετοκρατία, στην οθωμανική εποχή και καταλήγουν στα νεότερα χρόνια, οπότε άρχισε η καταγραφή των σεισμών γύρω στα 1900. Αλλά και πριν, έχουμε μαρτυρίες για ισχυρούς σεισμούς, από τα ίχνη που άφησαν πίσω τους στο έδαφος και σε αρχαιολογικούς χώρους» σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαδόπουλος, και προσθέτει: «Το θέμα με τη χώρα μας δεν είναι μόνο ότι γίνονται πολλοί σεισμοί, ούτε το ότι έχει την υψηλότερη σεισμικότητα σε ολόκληρη τη δυτική Ευρασία, δηλαδή από τα Ουράλια ίσαμε τον Ατλαντικό και από την Αφρική ως το Βόρειο Πόλο. Είναι και το ότι η σεισμικότητα στην Ελλάδα έχει μεγάλη πολυπλοκότητα και δεν συνδέεται μόνο με έναν τύπο ρηγμάτων, αλλά με όλους τους κύριους τύπους ρηγμάτων που συναντάμε στον πλανήτη. Η λιθόσφαιρα στη γεωγραφική περιοχή της χώρας μας και τις γύρω περιοχές είναι κυριολεκτικά κατακερματισμένη για τον λόγο ότι η περιοχή αυτή συνθλίβεται ανάμεσα στην αφρικανική πλάκα που κινείται προς τα ΒΑ και την ευρασιατική που κινείται προς τα ΝΔ, με μία σχετική μεταξύ τους μετακίνηση που φθάνει τα 6 εκατοστά ετησίως κατά μήκος του ελληνικού τόξου».

Το ελληνικό τόξο εκτείνεται από τα νησιά του Ιονίου, περνά στα νότια της Πελοποννήσου και μέσω της Κρήτης και της Καρπάθου καταλήγει στη Ρόδο και τη νοτιοδυτική Τουρκία. Ταυτόχρονα, η μικρή λιθοσφαιρική πλάκα της Ανατολίας, πρακτικά η γεωγραφική περιοχή της Τουρκίας, μετακινείται επίσης προς τα δυτικά και τα νοτιοδυτικά, συμπληρώνοντας το πεδίο των δυνάμεων που ασκούνται στη λιθόσφαιρα της Ελλάδας. Εν ολίγοις και αν η δραστηριότητα των λιθοσφαιρικών πλακών συνεχιστεί με τον ίδιο ή και ταχύτερο ρυθμό, οι χάρτες του μέλλοντος θα απεικονίζουν την Ελλάδα αγκαλιά με την Τουρκία. Ωστόσο η διαμόρφωση της στεριάς στον πλανήτη είναι υπόθεση παλιά και διαρκής. Το θέμα είναι τι γίνεται κατά τη διάρκειά της…

«Το αποτέλεσμα αυτής της κινητικότητας στη λιθόσφαιρα της Γης είναι η πολύ υψηλή σεισμικότητα που στατιστικά εκφράζεται στην Ελλάδα με έναν σεισμό μεγέθους 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, ή μεγαλύτερο, περίπου κάθε χρόνο» σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος και διευκρινίζει: «Η συχνότητα εμφάνισης, όμως, των σεισμών είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μικρότερο είναι το μέγεθος. Και αντίστροφα. Οι μεγάλοι σεισμοί είναι πιο σπάνιοι. Για παράδειγμα, οι σεισμοί μεγέθους 7 R επαναλαμβάνονται περίπου κάθε 10-12 χρόνια και οι ακόμη μεγαλύτεροι ακόμη πιο αραιά. Ο τελευταίος 7άρης, για την ακρίβεια 6,9 R, που είχαμε στη χώρα μας, ήταν στις 24 Μαΐου του 2014 στο βόρειο Αιγαίο. Εσείς, ο κόσμος δεν τον θυμάστε, επειδή δεν προκάλεσε καταστροφές. Αλλά ήταν ένας ισχυρός σεισμός στο πλαίσιο των αναμενόμενων».

Για, δε, τη σεισμική δραστηριότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, ο κ. Παπαδόπουλος σημειώνει ότι κάθε χρόνο γίνονται από 15 έως 18 σεισμοί των 7 R και άνω! Και αν παρατηρηθεί κάτι περισσότερο σε αυτή τη συχνότητα, τότε δεν είναι τυχαίο.

Το ιστορικό των σεισμών στην Ελλάδα

Ο μεγαλύτερος σεισμός, που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα είχε μέγεθος περίπου 8,5 R και σημειώθηκε στις 21 Ιουλίου του 365 μ.Χ. στη δυτική Κρήτη, όπου η παράκτια ζώνη ανασηκώθηκε κατά 6,5 μέτρα! Ταυτόχρονα, ένα θηριώδες τσουνάμι κατέκλυσε ολόκληρη τη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου. Επανάληψη του φαινομένου καταγράφηκε στις 8 Αυγούστου του 1303, με τη διαφορά ότι αυτή τη φορά ο σεισμός έγινε στην ανατολική πλευρά της Κρήτης.

Ο αμέσως επόμενος σε μέγεθος σεισμός καταγράφεται στις 12 Οκτωβρίου του 1856 με επίκεντρο στη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στην Κρήτη και τη Ρόδο και έχει μέγεθος 8,2 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ. Ο σεισμός εξαφανίζει επτά χωριά στην Κρήτη και αφήνει πίσω του σε Κρήτη, Ρόδο, Κάρπαθο, Κάσο, Σύμη, Καστελόριζο, Αμοργό και Κύπρο 618 νεκρούς, 638 τραυματίες και περί τα 17.000 σπίτια κατεστραμμένα ή με σοβαρές ζημιές.

Αλλά πλούσιος σε σεισμική δραστηριότητα είναι και όλος ο 20ος αι., στη διάρκεια του οποίου έχουν σημειωθεί ανά την Ελλάδα, σύμφωνα με το αρχείο του Αστεροσκοπείου Αθηνών, 37 φονικοί σεισμοί μεγέθους από 6 έως και 8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και αμέτρητοι μικρότεροι. Τα ισχυρότερα χτυπήματα του Εγκέλαδου καταγράφονται στις 11 Αυγούστου του 1903 και στις 26 Ιουνίου του 1926 με 7,2 R και 8 R στα Κύθηρα και τη Ρόδο αντίστοιχα. Συγκριτικά με τις φονικές συνέπειες των κατοπινών σεισμών, δεν φαίνονται δραματικοί, δεδομένου ότι 14 ήταν οι νεκροί στα Κύθηρα και 12 στη Ρόδο. Ωστόσο, αν αναλογιστεί κανείς τον αριθμό των σπιτιών και των κατοίκων των νησιών εκείνης της εποχής, οι αριθμοί ασφαλώς δεν είναι αμελητέοι. «Η καταστροφικότητα ενός σεισμού δεν εξαρτάται μόνο από το μέγεθός του. Πρέπει να συντρέχουν ταυτόχρονα πολλοί παράγοντες. Το μέγεθος, η δομή του εδάφους, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των κατοικιών, ο χρόνος και η διάρκεια της δόνησης κ.α.» εξηγεί ο κ. Παπαδόπουλος.

Πάντως, ο φονικότερος σεισμός του προηγούμενου αιώνα χτύπησε στις 12 Αυγούστου του 1953 το νησιωτικό σύμπλεγμα Κεφαλονιά-Ζάκυνθος-Ιθάκη, όπου καταγράφηκαν συνολικά 455 νεκροί, 21 αγνοούμενοι και 2.412 τραυματίες. Ενδεικτικό της σφοδρότητας του σεισμού ήταν το γεγονός ότι από τα συνολικά 33.300 σπίτια των τριών νησιών, κρατήθηκαν όρθια κάτι παραπάνω από 5.000! Το πέρασμα του Εγκέλαδου άφησε γκρεμίδια ολόκληρη τη Ζάκυνθο, ολόκληρη την Ιθάκη, το Αργοστόλι και το Ληξούρι! Ενδεικτικά είναι τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων της εποχής… «Κεφαλληνία, Ζάκυνθος, Ιθάκη δεν υπάρχουν από της χθες» δημοσίευε σε πηχυαίο τίτλο στις 13 Αυγούστου 1953 η εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»

Δεν υπάρχουν σχόλια: