1 Δεκεμβρίου 2021

Παιδιά πίσω από κλειστές πόρτες»: Παράγοντες κινδύνου παιδικής κακοποίησης


 Αναφορικά με τους παράγοντες κινδύνου της παιδικής κακοποίησης και παραμέλησης, είναι σημαντικό να ειπωθεί πως δεν αποτελούν από μόνοι τους διαγνωστικούς δείκτες του φαινομένου, δηλαδή η ύπαρξη κάποιων από αυτών των παραγόντων, δε σημαίνει πως συνοδεύονται πάντα από την εκδήλωση οποιασδήποτε μορφής βίας προς τα παιδιά. Ωστόσο μας βοηθούν να εντοπίσουμε τις οικογένειες που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να εκδηλώσουν παιδική κακοποίηση και παραμέληση. Αναλυτικότερα, αποτυπώνουν πως σε επίπεδο πληθυσμού, υπάρχει στατιστική σημαντικότητα μεταξύ των χαρακτηριστικών αυτών και της κακοποίησης/παραμέλησης παιδιών (Ι.Υ.Π., χ.χ.).

Οι παράγοντες αυτοί αφορούν σε κάποιες κατηγορίες. Αυτές είναι: τα χαρακτηριστικά των παιδιών, των γονέων, του οικογενειακού δυναμικού και της ευρύτερης κοινότητας.

Σύμφωνα με την πρώτη κατηγορία, τα χαρακτηριστικά των παιδιών, έχει αποτυπωθεί ερευνητικά πως το δύσκολο ταπεραμέντο, η μειωμένη αυτοπεποίθηση και η μικρή αυτοαποτελεσματικότητα των παιδιών, η απουσία τουλάχιστον μιας κατάλληλης κοντινής σχέσης στη ζωή τους, η παθητικότητα και η συστολή, οι νευροαναπτυξιακές δυσκολίες  που ενδεχομένως αντιμετωπίζουν (Đapić και συν., 2020) και τα προβλήματα συμπεριφοράς
(παρορμητικότητα, ανυπακοή, αντιδραστική συμπεριφορά, εκρήξεις θυμού), είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά που συνήθως ενυπάρχουν σε οικογένειες που εκδηλώνουν βία και παραμέληση προς τα ανήλικα παιδιά τους. Επίσης βαρυσήμαντο ρόλο παίζουν, η σωματική ή νοητική αναπηρία, η αδυναμία του παιδιού να υπερασπιστεί τον εαυτό του, η ηλικία του παιδιού (βρεφονηπιακή ηλικία, 0-3 ετών), καθώς και το χαμηλό βάρος γέννησης, διότι σε αυτές τις περιπτώσεις οι ανάγκες εντατικής φροντίδας του παιδιού από το περιβάλλον είναι πολύ αυξημένες  (Ι.Υ.Π., χ.χ.).

Αναφορικά με τα χαρακτηριστικά των γονέων, τα υψηλά επίπεδα στρες, οι μειωμένες γνωστικές ικανότητες, οι καταχρήσεις ουσιών και αλκοόλ, η ανεργία και η ψυχική δυσλειτουργία, τείνουν να επηρεάζουν την ικανότητα των γονέων να ανταποκριθούν στις βιολογικές και συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών τους. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει πόσο έχει πληγεί η λειτουργικότητά τους λόγω των δυσκολιών ίσως που αντιμετωπίζουν (Đapić και συν., 2020).

Επιπλέον, η χαμηλή κοινωνικο οικονομική κατάσταση (Đapić και συν., 2020) και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους, όπως: η μειωμένη αυτοεκτίμηση, το άγχος και η αδυναμία ελέγχου των παρορμήσεων και των συναισθημάτων τους, σχετίζονται με το φαινόμενο.

Συν τοις αλλοις σημαντικο ρολο παιζει η υπαρξη ιστορικου βιας απο τους δικους τους  γονεις και φροντιστες.

Δηλαδή εάν οι ίδιοι υπήρξαν θύματα ως παιδιά, μάρτυρες και θεατές βίας, ίσως αποδέχονται τη βία ως τρόπο διαπαιδαγώγησης των δικών τους παιδιών. Τέλος, οι στάσεις και οι αντιλήψεις τους, όπως η αδυναμία κατανόησης των αναπτυξιακών σταδίων των παιδιών και η εμμονή σε παραδοσιακούς τρόπους διαπαιδαγώγησης, τείνουν να είναι επιβαρυντικά στοιχεία (Ι.Υ.Π., χ.χ.).

Σχετικά με την τρίτη κατηγορία, τα χαρακτηριστικά του οικογενειακού δυναμικού, έχουν συσχετιστεί ερευνητικά με τη βία και την παραμέληση προς τους ανηλίκους. Οι δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις, η υψηλή γονική σύγκρουση, η μονογονεϊκή οικογένεια, που συχνά αντιμετωπίζει συναισθήματα άγχους λόγω του βάρους ευθυνών, ο αποκλεισμός ή η προσθήκη νέων μελών στην οικογένεια (π.χ. νέος σύντροφος του γονέα), η ανεπαρκής επικοινωνία και σύνδεση μεταξύ των μελών, οι προβληματικές πρακτικές ανατροφής παιδιών (π.χ. σωματική τιμωρία) και τα συγκρουσιακά διαζύγια είναι σημαντικοί επιβαρυντικοί παράγοντες. Τέλος, η έλλειψη επαρκούς γονικής επίβλεψης (Đapić και συν., 2020), η οποία έχει ως απόρροια σοβαρούς τραυματισμούς των παιδιών, έχει αναφερθεί ως σημαντικό συσχετιστικό στοιχείο με την ενδοοικογενειακή παιδική βία. Συχνά οι γονείς που δεν επιβλέπουν όσο θα έπρεπε τα παιδιά τους, μεγαλύτερα αδέρφια αναλαμβάνουν τη φροντίδα τους, δηλαδή ένα παιδί 5-12 ετών επιβλέπει ένα παιδί μικρότερο των 5 ετών (Morrongiello & McArthur, 2018). Αυτό έχει συνήθως ως αποτέλεσμα τόσο την εκδήλωση βίας αλλά και την παραμέληση των αναγκών όλων των παιδιών, εκείνου που επιβλέπει αλλά και εκείνου που επιβλέπεται.

Κατά την τελευταία κατηγορία στην οποία εντάσσονται τα χαρακτηριστικά της ευρύτερης κοινότητας, ενυπάρχουν τα εξής στοιχεία: οι συγκρούσεις στην κοινότητα, η τρομοκρατία, η μεγάλη και απότομη κοινωνική αλλαγή ή οι ισχυρές μεταβάσεις, οι κρίσεις και η αβεβαιότητα (Đapić και συν., 2020). Επίσης, ο κοινωνικός αποκλεισμός, εμπλέκεται ηχηρά στο φαινόμενο που αναλύουμε καθώς συνήθως έχει ως αποτέλεσμα την μη πρόσβαση των ανθρώπων στην εκπαίδευση, την ψυχαγωγία, τον αθλητισμό, την υγεία και τον ελεύθερο χρόνο. Με άλλα λόγια, εφόσον οι άνθρωποι που ζουν υπό τη σκιά του αποκλεισμού δεν εμφανίζονται σε κοινούς τόπους με άλλους ανθρώπους, αυτό σημαίνει πως δεν θα εντοπιστούν εύκολα ως θύματα βίας ή παραμέλησης (Jaffe και συν., 2014).

Άλλα κοινωνικά χαρακτηριστικά παίζουν σημαντικό ρόλο, όπως η έκθεση σε ρατσισμό, οι διακρίσεις και η ενασχόληση με ηλεκτρονικά παιχνίδια   (Ι.Υ.Π., χ.χ.). Οι συνθήκες φτώχειας έχουν επίσης αναλυθεί πολύ ως παράγοντας κινδύνου, ωστόσο είναι αρκετά αμφισβητούμενος ερευνητικά καθώς περιστατικά βίας γίνονται περισσότερο γνωστά όταν αφορούν ανθρώπους που ζουν σε συνθήκες φτώχειας, παρά όταν προέρχονται από αναγνωρισμένους κοινωνικά ανθρώπους. Επίσης, η μειωμένη πρόσβαση σε πόρους, η κοινωνική μοναξιά, το μειωμένο κοινωνικό δίκτυο και η έλλειψη λειτουργικών προτύπων, έχουν αναδειχθεί ως σημαντικά χαρακτηριστικά.

Επίσης, οι αγροτικές οικογένειες που συνήθως μένουν σε απομακρυσμένες περιοχές, η γεωγραφική απομόνωση, η έλλειψη πρόσβασης σε εξειδικευμένες υπηρεσίες και η παρουσία όπλων ως φυσιολογικό μέρος της αγροτικής ζωής, είναι άμεσα συνδεόμενα. Η κοινοτική βία, η αποδιοργάνωση της κοινότητας και οι ασταθείς γειτονιές μπορεί να επηρεάσουν τη γονική συμπεριφορά. Αυτό σημαίνει πως ίσως διαμορφωθούν αδύναμα κοινωνικά δίκτυα όπου οι γονείς δεν λαμβάνουν καθοδήγηση και υποστήριξη γειτονιάς. Σε τέτοιες περιοχές ίσως οι γείτονες θεωρούνται λιγότερο φιλικοί (Jaffe και συν., 2014).

Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η παιδική κακοποίηση είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο με συνέπειες κατά της ζωής. Παρά τις παγκόσμιες έρευνες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια τα δεδομένα συνεχίζουν να λείπουν σε μεγάλο βαθμό. Το φαινόμενο απαιτεί μεγάλη μελέτη υπό απαιτητικές συνθήκες. Οι εκτιμήσεις που υπάρχουν διαφέρουν από χώρα σε χώρα και ανάλογα με την μέθοδο που χρησιμοποιείται, εξαρτώνται από:

  • τους ορισμούς της παιδικής κακομεταχείρισης που χρησιμοποιήθηκαν
  • το είδος της παιδικής κακομεταχείρισης που τέθηκε υπό μελέτη
  • την πληθυσμιακή κάλυψη και την ποιότητα των στατιστικών ·αλλά και την ποιότητα των ερευνών που ζητούν αυτοαναφορές από θύματα, γονείς ή φροντιστές (ΠΟΥ, χ.χ.).

Η πρόληψη του φαινομένου απαιτεί πολυτομεακή προσέγγιση και όσο νωρίτερα πραγματοποιηθούν οι παρεμβάσεις στις ζωές των παιδιών,  τόσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα και τα οφέλη υπέρ της ολιστικής υγείας τους παιδιού και της κοινωνίας συνολικά (ΠΟΥ, χ.χ.).

Κλείνοντας, είναι πολύ σημαντικό και αναγκαίο σε ένα πεδίο με έμφαση στην ενδοοικογενειακή βία και στο πόσο επηρεάζει άμεσα, έμμεσα και πολυεπίπεδα την παιδική ανθρώπινη ύπαρξη ως ολότητα, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον, δεν θα μπορούσαμε να μην κλείσουμε με τον απαραίτητο επιτονισμό στη σημαντικότητα του ρόλου του σχολείου σε όλες τις εκφάνσεις του φαινομένου.

“Ως επιζών της παιδικής κακοποίησης, μπορώ προσωπικά να αναφέρω ότι ορισμένοι δάσκαλοι με έκαναν να νιώθω ασφαλής και ευπρόσδεκτη.  Πυροδότησαν τη φαντασία μου, και την περιέργειά μου…. διαμόρφωσαν οδούς αυτοέκφρασης, μου επέτρεψαν να είμαι ικανή, μου έδωσαν ελπίδα για το μέλλον, δεν έχω καμία αμφιβολία, πως έσωσαν τη ζωή μου” (όπως αναφέρεται στο Bancroft, 1997).

 *Ο τίτλος “Παιδιά πίσω από κλειστές πόρτες” προέρχεται από το επιστημονικό άρθρο: Children behind closed doors during COVID-19 isolation: Abuse, neglect, and domestic violence των: Ðapić, M. R., Flander, G. B., & Prijatelj, K. (2020). 

 .psychografimata.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: