23 Απριλίου 2022

Πάσχα στην Αγία Φωτεινή της Σμύρνης


Της Βασιλείας Γιασιράνη Κυρίτση

Η Σμύρνη ήταν το στολίδι της Ιωνίας και η Αγία Φωτεινή το καύχημά της. Έγιναν από ελληνικά χέρια, πορεύτηκαν μαζί ώσπου σε μια μέρα, η μία τούρκεψε και έγινε ερείπια και η άλλη κάηκε ολοσχερώς.
Η Αγία Φωτεινή αποτελούσε τον μητροπολιτικό ναό της Σμύρνης και αφιερώθηκε στη Σαμαρείτιδα Αγία Φωτεινή.


Ήταν ένας από τους παλαιότερους στον Κάτω Μαχαλά, αποτεφρώθηκε στους σεισμούς το 1688, το 1763 ξανακάηκε. Αλύγιστοι όμως οι Σμυρνιοί, ξεκινούσαν πάλι με ακατάβλητη ορμή.
Ωστόσο την περίοδο που μητροπολίτης Σμύρνης ήταν ο μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ (1785-1797) ανεγέρθηκε καινούργιος ναός εκ βάθρων. Ήταν ναός τρίκογχος και διέθετε τρία κλίτη. Το βόρειο και νότιο κλίτος ήταν αντίστοιχα αφιερωμένα στους αγίους Νικόλαο και Αθανάσιο. Χαρακτηριστικό του ναού της Σμύρνης ήταν το καμπαναριό του, που κατασκευάστηκε το 1856 από τον αρχιτέκτονα Ξ. Λάτρη για τις 20 καμπάνες, που η Μεγάλη Αικατερίνη και Ρώσοι πρίγκιπες είχαν δωρίσει στους Έλληνες της Σμύρνης.
Το καμπαναριό ήταν το πιο υψηλό, σε πέντε επίπεδα, οικοδόμημα της πόλης, ορατό από τα πλοία που έρχονταν στο λιμάνι. Στο χαμηλότερο επίπεδο σχηματιζόταν καμάρα, από όπου μπορούσε να περάσει εύκολα μια καρότσα με τον καροτσέρη του επάνω. Στη βάση του είχε δίφυλλη βαριά σιδερένια πορτάρα, που ήταν πάντα ανοιχτή. Και πιο πάνω στα μαρμαρένια κάγκελα του πρώτου πατώματος υπήρχε ένα ηλιακό ρολόι και μια επιγραφή που έλεγε «Ηλίου άτερ σιγώ», δηλαδή απουσία του ηλίου, χωρίς τον ήλιο, σιωπώ (δεν δουλεύω).
Εξωτερικά ο ναός της Αγίας Φωτεινής δεν παρουσίαζε τίποτα το επιβλητικό. Είχε μέτρια και «πενιχρή» εμφάνιση και ήταν χρωματισμένος με σταχτί χρώμα.
Ο αυλόγυρος είχε τρεις κεντρικές πύλες. Η μία έβγαινε στο Τρίστρατο, απ’ όπου άρχιζε ο Φραγγομαχαλάς κι ο δρόμος προς τις Μεγάλες Ταβέρνες, η δεύτερη προς την Ευαγγελική σχολή και η τρίτη, οδηγούσε στα Γυαλάδικα, αντίκρυ στο οίκημα του ελληνικού προξενείου.
Στο καύχημα λοιπόν των Ελλήνων ας βρεθούμε νοερά, θεατές και πιστοί προσκυνητές των αγίων ημερών του Πάσχα.
Η τελετή της Ανάστασης πανηγυριζόταν με εξαιρετική ζωηρότητα.
Μεγάλο Σάββατο. Πολύ πριν τα μεσάνυχτα γύριζαν οι ζαγκότηδες (ροπαλοφόροι θυροκρούστες) και χτυπούσαν τις πόρτες των χριστιανικών σπιτιών φωνάζοντας πως ήρθε η ώρα της Ανάστασης.

Το τέμπλο του ναού

Γεμάτα τα παράθυρα και τα μπαλκόνια, τα σαχνισίνια και οι ταράτσες από Σμυρνιές. Οι γριές με θυμιατά και «γκιουλαχτάνια», οι κοπέλες με ροδόφυλλα και δάφνες υποδέχονταν την Ανάσταση.
Λίγο-λίγο γέμισε η εκκλησία από Σμυρναίους.
Οι πρόξενοι των ορθοδόξων εθνών με επικεφαλής τον Έλληνα, καθώς και κληρικοί διαφόρων δογμάτων με τις τελετουργικές στολές τους, προσέρχονταν στην εκκλησία. Το Ευαγγέλιο αναγιγνώσκονταν σε διάφορες γλώσσες. Έμποροι, νοικοκυραίοι και προύχοντες ήταν το εκκλησίασμα. Έβγαινε ο διάκος ντυμένος με βαθυκόκκινο στιχάρι κεντημένο με χρυσά κοσμήματα, θύμιαζε δεξιά, αριστερά, απάνω κάτω. Το πλήθος υποκλινόταν με ευλάβεια. Ο ήχος των ασημένιων κουδουνιών του θυμιατού ανακατευόταν με τα ψαλσίματα των ψαλτάδων και τις μελωδικές φωνές των παιδιών που καλοναρχούσαν.
Οι ιεροψάλτες έψαλλαν σε γνήσια βυζαντινή μουσική, όπως άρμοζε, ιδιαίτερα ο δεξιός. Ο πρωτοψάλτης, ήταν ο φημιζόμενος Γεώργιος Βενής, και ο ιεροψάλτης ο Νικηφόρος Αγαθόπουλος, ο οποίος έψαλλε σύμφωνα με τους μουσικούς κανόνες και με φωνή μελωδική και επιβλητική.
Ο καπνός του θυμιατού γινόταν πολύχρωμος όταν έπεφτε στο φως του ήλιου που έμπαινε από τα χρωματιστά τζάμια των παραθύρων και των πολυελαίων της εκκλησίας. Τη γέμιζε με τη μυρωδιά του λιβανιού, θάμπωνε τα πάντα, ακόμα και τη μορφή του αρχαϊκού Χριστού, που κοίταζε αυστηρά το εκκλησίασμα.
Ο ναός ήταν ευρύχωρος, χωριζόταν με κιγκλίδες. Στο μέσον του ναού είχαν παραταχθεί, κατ’ αντιστοιχία, δύο στοίχοι ενόπλων στρατιωτών του πυροβολικού για την τήρηση της τάξεως. Το τέμπλο του ναού ήταν έργο θαυμαστής τέχνης και κατασκευάστηκε επί Γρηγορίου, στα 1792.
Οι εικόνες του ήταν παλαιϊκές, μαυρισμένες από τα κεριά και τα λιβάνια. Μερικές ήτανε καπλαντισμένες με ασήμι. Βαρύτιμα ασημένια καντήλια ήταν κρεμασμένα μπροστά τους.
Στον θρόνο του στεκόταν ο Δεσπότης, πατέρας και προστάτης.
Έριχνε το γαληνεμένο βλέμμα του με στοργή στο εκκλησίασμα σαν χάδι κι ο κόσμος αισθανόταν τη γαλήνη να διαπερνά το σώμα του σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Ένα γλυκό χαμόγελο ήταν στα χείλια του και φώτιζε όλο του το πρόσωπο με αγιοσύνη.

Ανάσταση στην Αγία Φωτεινή

Στους τοίχους του ναού, ψηλά ακουγόταν το φτερούγισμα των αγγέλων στους θόλους που συνόδευαν τα Άγια των Αγίων όταν τα έβγαζαν οι παπάδες από το ιερό.
Τότε, έβγαιναν οι «Eμφόροι με τση ασημένιοι δίσκοι στα χέρια» κι ακουγόταν ένας άλλος μεταλλικός ήχος ντιν, ντιν, ντιν, όταν έπεφταν μέσα στους δίσκους τα «μετζήτια, τα οχταράκια, τα καρτάκια, τα τεσσαράκια» των πιστών, για να συντηρηθούν μ’ αυτά σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησιές, ορφανοτροφεία, συσσίτια.
Καρσί από τον δεσποτικό θρόνο οι πρόξενοι της Ρωσίας και της Ελλάδος. Και οι δυο τους είχαν στο απάνω μέρος της θέσης τους τα στέμματα των δύο κρατών κεντημένα απάνω σε ατλάζι.
Ο ρώσικος δικέφαλος αετός οδηγούσε τη μνήμη στην Αγία Πετρούπολη και το ελληνικό στέμμα, συμβόλιζε τον βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο, με το ξανθό μουστάκι του και τον γιο του Κωνσταντίνο, που θ’ έμπαινε στην Πόλη και στην Αγία Σοφιά…
Ο ναός είχε ήδη κατακλυσθεί από το πλήθος. Στον περίβολο εξερράγη ανθρωποθύελλα, όταν ένοπλοι στρατιώτες άρχισαν να διανοίγουν δίοδο για τη διέλευση της εκκλησιαστικής πομπής.
Προηγούνταν οι λεβέντες αρματωμένοι με όπλα λογής-λογής. Από το θρυλικό καριοφίλι ώς τα τρομπόνια και τα μπράουνιγκ. Ακολουθούσε η μουσική και τα εξαπτέρυγα. Ακολουθούσε ο κλήρος. Τα βυζαντινά λειτουργικά άμφια των ιερέων με τα χρυσοποίκιλτα κοσμήματα σχημάτιζαν πολύτιμη κορνίζα γύρω από το εικόνισμα της Ανάστασης. Μοσχοβολούσε η ατμόσφαιρα από το ροδόσταμο και τη δάφνη.
Επιτέλους εξήλθε η ιερά πομπή με επικεφαλής τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο.
Ανήλθε δε ο ιερός κλήρος, καθώς και μερικοί εκ των επισήμων, σε μια μικρή και απλή εξέδρα, που είχε στηθεί πίσω από το άγιο Βήμα.
Ο Χρυσόστομος, αφού ανέγνωσε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως «Διαγενομένου του Σαββάτου», άρχισε να ψάλλει συνοδευόμενος και από τους λοιπούς κληρικούς, το «Χριστός Ανέστη».
«Χριστός Ανέστη» εξήγγειλε ο μητροπολίτης υψώνοντας τον σταυρό και οι καμπάνες του πανύψηλου κωδωνοστασίου, στολισμένου με πολύχρωμα φανάρια, σκορπούσαν τους χαρμόσυνους ήχους και δονούσαν τους αιθέρες. Τα φαναράκια άναβαν με φυτίλι και λάδι.
Η φιλαρμονική έπαιζε το «Χριστός Ανέστη» και η φασαρία διαρκούσε όσο και οι εννιά φορές το «Χριστός Ανέστη» που έψαλλαν. Οι χιλιάδες κόσμου ανεβοκατέβαζαν και χόρευαν στον αέρα τις λαμπριάτικες λαμπάδες τους, αλληλοφιλιόντουσταν και τσούγκριζαν τα κόκκινα αυγά που είχαν φέρει μαζί τους.
Κύματα φωτός κυμάτιζαν από το ανεβοκατέβασμα των μυριάδων λαμπάδων. Πυροβολισμοί και βαρελότα επικρατούσαν, μουσικές παιάνιζαν και τα λαμπαδηφόρα πλήθη έψαλλαν το «Χριστός Ανέστη».
Στη μεσημβρινή πλευρά του κωδωνοστασίου και προς το μέρος του προαυλίου, χαμηλά, υπήρχε παράσταση του τάφου του Σωτήρος με τον «Άγγελο, αποκυλίοντα εξ αυτού τον λίθον». Ξαφνικά εμφανίστηκε ο Χριστός, του οποίου το σώμα πλαισίωναν ηλεκτρικοί λαμπτήρες, να ανέρχεται αργά από το μνημείο. Ήταν μια ωραία αναπαράσταση της θείας Αναστάσεως. Το ομοίωμα του Χριστού, ανερχόμενο, έφθασε μέχρι του υψηλοτέρου σημείου του κωδωνοστασίου, και ο σταυρός τότε, φωταγωγήθηκε με έντονα και πολύχρωμα φώτα. Το θέαμα ήταν μοναδικό. Κάτω από την παράσταση υπήρχαν ηλεκτρικοί λαμπτήρες, που σχημάτιζαν τα γράμματα Χ.Α. (Χριστός Ανέστη), οι οποίοι τότε φωταγωγήθηκαν.
Γη και ουρανοί αγάλλονταν. Φως της χαράς παντού. Τα βεγγαλικά τα έφτιαχνε ο μπαμπάς του Kαραμπάτη και όταν τελείωναν ξετύλιγε μια μεγάλη ελληνική σημαία, οπότε χαλούσε ο κόσμος από τους πυροβολισμούς.

Το τέλος

Μα και στην πλαγιά του Πάγου, του βουνού της Σμύρνης, όπου ήταν ξαπλωμένος ο τουρκομαχαλάς, οι Τούρκοι ξενυχτούσαν με αγωνία για να δούνε την Ανάσταση αυτή της Αγίας Φωτεινής και των δέκα εκκλησιών της Σμύρνης με τα βεγγαλικά και τα κεράκια των γκιαούρηδων. Έβλεπαν τη Σμύρνη να καίγεται κυριολεκτικά και που η πιο τολμηρή φαντασία δεν μπορούσε να συλλάβει το φαντασμαγορικό αυτό μεγαλείο. Τα πρόσωπα των πανέμορφων γυναικών της Σμύρνης φεγγοβολούσαν και άστραφταν. Ο ελληνισμός της Σμύρνης συμμετείχε στο θαύμα της Ανάστασης και οραματιζόταν την εθνική Ανάσταση. Κι ο συναγερμός αυτός μεταβαλλόταν σε έξαλλο ενθουσιασμό όταν η μουσική έπαιζε «σε γνωρίζω από την κόψη».
Οι καρδιές πάλλονταν από την ιερότερη συγκίνηση και ανταλλάσσονταν ασπασμοί. Όλοι οι κρυμμένοι πόθοι και τα όνειρα της φυλής ξαναζούσαν… Τούρκοι στρατιώτες με επικεφαλής τον τσαούση παρακολουθούσαν σιωπηλοί τις πατριωτικές εκδηλώσεις των Ελλήνων, που συνοδεύονταν με αδιάκοπους πυροβολισμούς. Καίγοντας πυρίτιδα οι Έλληνες της Σμύρνης εκδήλωναν τη χαρά τους για την Ανάσταση, που είχε γι’ αυτούς την έννοια της ανάστασης του γένους.
Οι καμπάνες των ναών και οι ομοβροντίες των ντουφεκιών συμπλήρωναν τη λαμπριάτικη γιορτή.
Κι αργά τα πλήθη των Ελλήνων αποχωρούσαν και διασχίζοντας σοκάκια και μαχαλάδες γυρνούσαν στα σπίτια τους με το άγιο φως στο χέρι, με το φως στο πρόσωπο, με το φως στην ψυχή.
Η γλώσσα του Eυαγγελίου, οι ψαλμωδίες, οι ύμνοι, τα αναμμένα κεριά ήταν η γέφυρα με την Ελλάδα πατρίδα.
Η τελετή της Αναστάσεως, την οποίαν με τόσην συγκίνηση και χαρά παρακολουθούσαν όλοι, είχε τελειώσει πλέον και η εκκλησιαστική πομπή ανασυγκροτηθείσα, επέστρεψεν ήδη στον ναό. Μαζί με το πλήθος, το οποίον βέβαια είχε αραιώσει πολύ. Ο μητροπολίτης συνιερουργούσε με δύο αρχιμανδρίτες, δύο ιερείς και δύο διακόνους.
Μετά το Ευαγγέλιο ο Χρυσόστομος απηύθυνε από την Ωραία Πύλη προς το εκκλησίασμα λίγα λόγια επισημαίνοντας το προχωρημένο της ώρας και την κούραση των πιστών.
Μετά την απόλυση ο αρχιερέας αφού ευχήθηκε στο εκκλησίασμα «Έτη πολλά!» εισήλθε στο ιερό Βήμα. Πλησίασαν τότε στην Ωραία Πύλη Σμυρνιοί πολλοί και μετάλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων.

Ταπεινή ήταν εκεί η ορθόδοξη θρησκεία μας. Μα πόσο γέμιζε την ψυχή με ελπίδες…
Και μετά όλα αυτά; Το μαχαίρι, το αίμα, η φωτιά κι ο εξανδραποδισμός.
Όμως το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής πάνω από τα ερείπια. Πάνω από την αγριάδα και τη φρίκη. Πάνω από τους καπνούς και τις φλόγες. Πάνω από τους χειμάρρους του αίματος. Σαν άγρυπνο μάτι του Θεού. Σαν σύμβολο με τον πελώριο δικέφαλο αετό. Ακίνητα τα σκοινιά του. Βουβές οι καμπάνες! Δεν έμεινε χέρι να τις κτυπήσει.
Και έφεραν χαλαστάδες και έφερναν γκρεμιστάδες και δυναμίτη. Οι Τούρκοι γκρέμισαν το καμπαναριό που τους βάραινε τα στήθια σαν βουνό… Και σωριάστηκε το καμπαναριό!… Κι όσοι ήταν ακόμη στη Σμύρνη τη μέρα εκείνη, γυναίκες, παιδιά, γέροι και αιχμάλωτοι στοιβαγμένοι στους στρατώνες, όλος ο δυστυχισμένος ελληνόκοσμος άκουε μύριες μυστικές καμπάνες να κτυπούν αργά, αργά σαν να καλούσαν σε κηδεία, σε νεκρώσιμη ακολουθία την ανθρωπότητα όλη…

Πηγές: Χρήστου Σπανομανώλη «Ένας Κρητικός στη Σμύρνη» Αθήνα 1963, Αλέξανδρου Μωραϊτίδη το 1898 για την Αγία Φωτεινή Σμύρνης, εφημερίδα «Εκκλησιολόγος» των Πατρών (Σάββατο, 4/4/2015, Φ. 405), Φάνη Κλεάνθη «Η Ελληνική Σμύρνη», Αθήνα, Γραφικές Τέχνες, Γ. Πουλημένου, Αχιλλέα Χατζηκωνσταντίνου «Η προκυμαία της Σμύρνης», Αθήνα 2018, Δημήτρη Αρχιγένη «Η ζωή στη Σμύρνη», Αθήνα 1980, Χρήστου Σολομωνίδη «Το Πάσχα», π. Γεώργιος-Προσκυνητής, Κείμενο του Κώστα Μιχαηλίδη, mikrasiatwn.wordpress.com, http://cultureloversgr.blogspot.com, https://anemourion.blogspot.com/, olasthnforaa.blogspot.gr/.

 -thessalia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: